ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Σπάρτης και ειδικότερα το Παράρτημα των Μολάων λειτουργεί από το έτος 2009 χάρη στη δραστηριοποίηση και το ενδιαφέρον για μάθηση της τοπικής κοινωνίας αλλά και των ιθυνόντων καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης που εκπροσωπούν τον θεσμό, του Διευθυντή κ. Θεόφιλου Κουμουτζή και του κ. Γεωργίου Σταθάκη. Το Σχολείο μας υπηρετεί τον βασικό στόχο που επιγράφεται στον λογότυπο του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, δηλαδή ατέρμονη προσπάθεια για απόκτηση γνώσεων, μόρφωση και πνευματική καλλιέργεια. Για την επίτευξη του στόχου αυτού εφαρμόζονται διδακτικές μέθοδοι που ενθαρρύνουν τη μαθησιακή διαδικασία και εθίζουν τους εκπαιδευόμενους στην άμεση και ενεργό εμπλοκή τους σε αυτή.


Στο πλαίσιο της παιδαγωγικής μεθόδου project, που αφορά στη διαχρονική και διαθεματική προσέγγιση της γνώσης και παράλληλα συμβάλλει στην αναβάθμιση του κοινωνικού και πολιτιστικού ρόλου του σχολείου, την προηγούμενη χρονιά (2009) το σχολείο μας δραστηριοποιήθηκε στη δημιουργία και έκδοση έντυπης σχολικής εφημερίδας, σε μια προσπάθεια να αναπτυχθεί η ευρηματικότητα, η φαντασία και η κριτική σκέψη των εκπαιδευομένων.


Ο τίτλος της εφημερίδας, «Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας – Σίγουρα Δεν Εγκατέλειψα» και «Μολάων Λαβέ», ουσιαστικά αποτελεί οξύνουν λογοπαίγνιο που φανερώνει την επίμονη και υπομονετική προσπάθεια των μαθητών για γνώση. Στο εξώφυλλο, εκτός από τον τίτλο, αναγράφονται επίσης σκέψεις και συναισθήματα με τη μορφή graffiti, ενώ στο βάθος προβάλλει το εκπαιδευτικό καθίδρυμα του Λυκείου Μολάων. Το οκτασέλιδο έντυπο πάλλεται από τις απόψεις των εκπαιδευομένων για τον θεσμό του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας, και περιλαμβάνει αναφορές για τις εκδηλώσεις του σχολείου, επισημάνσεις για τις κακοτεχνίες και τις επικινδυνότητες του τοπικού οδικού δικτύου καθώς και συνταγές της τοπικής μαγειρικής.


Στη σύνταξη της εφημερίδας συνέβαλαν οι εκπαιδευόμενοι Γεώργιος Γιαννιός, Παναγιώτης Γιαννιός, Γαρυφαλλιά Γκιόκα, Νικόλαος Γκιόκας, Ιωάννης Γράφος, Κυριακούλα Γρίμπιλα, Παναγιώτης Δελήγιαννης, Ευαγγελία Δρίβα, Γεώργιος Κότσαλης, Σπυρίδων Κοτσώνας, Βασίλης Ξυπολέας, Χριστίνα Παναρίτη, Διαμάντω Παναρίτη, Γεωργία Παναρίτη, Αντώνιος Ι. Σταθάκης, Αντώνιος Γ. Σταθάκης και Στέλιος Ψυχογιός.


Ειδικοί συνεργάτες ήταν οι εκπαιδευτές-καθηγητές Γεώργιος Σταθάκης, Κώστας Κουτράκης, Σοφία Μανάρα, Απόστολος Μπαρμπάκος, Γεώργιος Πρέβας και Παναγιώτης Στασινός. Την επιμέλεια και την παραγωγή του εντύπου είχαν οι εκδόσεις Ιδιομορφή του κ. Γεωργίου Κώτσου και της κας Σοφίας Αντωνάκου.


Τη φετινή χρονιά (2010) επελέγη η δημιουργία ηλεκτρονικού εντύπου − ιστοσελίδας, με τη χρήση των υπηρεσιών του Διαδικτύου. Η νέα τεχνολογία μας έδωσε τη δυνατότητα ανάπτυξης διαδικτυακής επικοινωνίας πέρα από τα στενά πλαίσια του σχολικού περιβάλλοντος σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο. Η ενεργή συμμετοχή των εκπαιδευομένων στην κατασκευή της σχολικής ιστοσελίδας, εκτός από την ανάπτυξη κατάλληλων δεξιοτήτων πληροφορικής, είχε στόχο να αφυπνίσει το δημιουργικό ενδιαφέρον τους, να προβάλλει τα ενδιαφέροντά τους και να αναπτύξει τη συνεργατική μάθηση.


Η εφαρμογή της μεθόδου project για την ανάπτυξη της ιστοσελίδας μας επιλέχθηκε να γίνει στο πλαίσιο του προγράμματος σπουδών, με μικρή ή καθόλου απασχόληση εκτός του σχολικού προγράμματος. Μετά από διαλογική συζήτηση έγινε η επιλογή του θέματος «Μνημεία και αρχαιότητες του τόπου μας» και ξεκίνησε η ατομική αλλά και η συλλογική εργασία ανάμεσα σε δασκάλους και μαθητές. Ως αντικείμενο έρευνας ορίστηκε η καταγραφή των αντιπροσωπευτικότερων μνημείων με ιστορική και αρχαιολογική αξία, που χωροθετούνται σε τρεις γεωγραφικές ενότητες της παλαιάς επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς, στις περιοχές Ασωπού, Ζάρακος και Μολάων. Κριτήριο επιλογής στάθηκε η εντοπιότητα της πλειονότητας των μαθητών, ώστε η τοπική εξερεύνηση να αποτελέσει κοινό πόλο της μαθησιακής διαδικασίας αλλά και της βιωματικής εμπειρίας. Για την επίτευξη του στόχου αρχικά κρίθηκε απαραίτητη η ενεργοποίηση των μαθητών σε ατομικό επίπεδο προκειμένου να επισκεφτούν και να γνωρίσουν από κοντά τα μνημεία των υπό εξέταση γεωγραφικών ενοτήτων, να τα φωτογραφήσουν καθώς και να συλλέξουν στοιχεία από προφορικές μαρτυρίες των ντόπιων. Οι μαθητές, εκτός από την έρευνα πεδίου και την πραγματοποίηση αυτοψιών, είχαν επίσης στη διάθεσή τους πληροφοριακό υλικό από το ηλεκτρονικό διαδίκτυο και από βιβλία τοπικής ιστορίας. Ο χώρος εργασίας μας ήταν το εργαστήριο πληροφορικής του Λυκείου Μολάων, ενώ συμπληρωματικά υπήρχε η δυνατότητα πρόσβασης σε έντυπο και ηλεκτρονικό υλικό που διαθέτει η Δημόσια Ρουμάνειος Βιβλιοθήκη Μολάων. Τα στάδια της εργασίας περιελάμβαναν εντοπισμό, καταγραφή και συγκέντρωση του πληροφοριακού υλικού, κειμένων και φωτογραφιών, την επεξεργασία των κειμένων και την από κοινού αντιμετώπιση των τεχνικών προβλημάτων. Τα αποτελέσματα της έρευνας βασίστηκαν στη συμμετοχική παρατήρηση. Οι μαθητές κλήθηκαν να καταγράψουν το πολιτισμικό υπόβαθρο προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τη σημασία του ιστορικού παρελθόντος και τη συνάφειά του με τη σύγχρονη πραγματικότητα.


Το υλικό της έρευνας διαρθρώνεται σε δύο θεματικές ενότητες με κριτήρια κατάταξης το είδος και τον χρόνο. Ο ειδολογικός πίνακας περιλαμβάνει δύο βασικές κατηγορίες· οικισμούς που είναι ερειπωμένοι ή ζωντανοί και παραδοσιακοί, καθώς και μεμονωμένα μνημεία, όπως εκκλησίες, βιοτεχνικές εγκαταστάσεις (νερόμυλους και ανεμόμυλους) και κτιστές κρήνες. Ο χρονολογικός πίνακας περιλαμβάνει την κατάταξη του υλικού σε τρεις περιόδους· στους αρχαίους, μεσαιωνικούς και νεώτερους χρόνους. Στην πρώτη θεματική ενότητα εντάσσεται ο οικισμός της Απιδιάς, που εμφανίζει ιστορική και οικιστική συνέχεια από τους αρχαίους μέχρι τους νεώτερους χρόνους, ο ερειπωμένος οικισμός του Γκιότσαλι με τα λιθόκτιστα παραδοσιακά σπίτια, ο παραδοσιακός οικισμός του Χάρακα με την γειτονική Παλαιόχωρα, όπου σώζονται τα κατάλοιπα του παλαιού βυζαντινού οικισμού, ο παλαιοχριστιανικός οικισμός στα "Χαλάσματα" των Μολάων και οι αρχαίες πόλεις του Ζάρακος στο Λιμάνι του Γέρακα και του Ασωπού στη σημερινή Πλύτρα.


Στη δεύτερη υποενότητα του ειδολογικού πίνακα ανήκουν οι βυζαντινοί ναοί των Μολάων, ο βυζαντινός ναός της Κοίμησης της Απιδιάς, που συνιστά ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της περιοχής μας με μεγάλη ιστορική και αρχαιολογική αξία, καθώς και η μονή της Ευαγγελίστριας στο Γέρακα, που αποτελεί το μοναδικό, μοναστικό, πνευματικό φάρο στη νοτιοανατολική Λακωνία. Επίσης, περιλαμβάνονται βιοτεχνικές εγκαταστάσεις που ρύθμιζαν παλαιότερα μεγάλο μέρος της οικονομικής ζωής του τόπου μας, οι νερόμυλοι των Ταλάντων και οι ανεμόμυλοι του Ζάρακος, καθώς και η ιστορική βρύση της Κρεμαστής που συμβάλλει στον εμπλουτισμό των γνώσεών μας τόσο για την ανθρωπογεωγραφία της περιοχής μας κατά τον 18ο αιώνα όσο και για τη σημασία του νερού στην ανθρώπινη δραστηριότητα.


Σύμφωνα με τη χρονολογική κατάταξη του υλικού, που γίνεται στη δεύτερη θεματική ενότητα, στους αρχαίους χρόνους ανήκουν οι πόλεις του Ασωπού και του Ζάρακος, στους μεσαιωνικούς χρόνους τα "Χαλάσματα" και οι βυζαντινοί ναοί των Μολάων, ο οικισμός της Απιδιάς και ο εκεί ναός της Κοίμησης, η Παλαιόχωρα του Χάρακα, οι νερόμυλοι των Ταλάντων και η Bρύση της Κρεμαστής. Στη νεώτερη περίοδο ανήκουν οι οικισμοί του Γκιότσαλι και του Χάρακα, η μονή της Ευαγγελίστριας του Γέρακα και οι ανεμόμυλοι του Ζάρακος.


Η ιστοσελίδα του σχολείου δημιουργήθηκε από τους εκπαιδευόμενους της Α΄ περιόδου Αντώνη Αγγελάκο, Παναγιώτη Βανικιώτη, Δημήτριο Γαλανό, Κυριακή Δούκα, Μεταξία Δρίβα, Αθανάσιο Καρακίτσο, Γιάννη Κόκκορη, Γιάννη Μανίκη, Μεταξία Μπουντούνη, Δέσποινα Τζάκα, Κυριακούλα Τζάκα, καθώς και από τους εκπαιδευόμενους της Β΄ περιόδου Γιώργο Γιαννιό, Γαρυφαλλιά Γκιόκα, Ιωάννη Γράφο, Κυριακούλα Γρίμπιλα, Παναγιώτη Δελήγιαννη, Ευαγγελία Δρίβα, Σπυρίδωνα Κοτσώνα, Βασίλη Ξυπολέα, Γεωργία Παναρίτη, Διαμάντω Παναρίτη, Χριστίνα Παναρίτη, Αντώνιο Σταθάκη και Στέλιο Ψυχογιό.


Eιδική ομάδα συνεργασίας αποτέλεσαν οι εκπαιδευτές-καθηγητές Μαρίνα Καλδή, Γεώργιος Κουμουτζής, Ελένη Κουτσούκου, Εύη Λάβδα, Νίκος Μαραγκός, Στρατηγούλα Μήτρη και Νεκτάριος Σκάγκος. Στον τελευταίο οφείλεται η τελική επεξεργασία και η επιμέλεια των κειμένων και του φωτογραφικού υλικού.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΜΝΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ

Ο τόπος μας, σκληρός σαν τη σιωπή, άνυδρος και ανεμοδαρμένος, πετρώδης και φαραγγώδης, άγονος και προσοδοφόρος, βρίσκεται στις νότιες παραφυάδες του όρους Πάρνωνα, ανάμεσα στη θάλασσα του Λακωνικού κόλπου και του Μυρτώου πελάγους. Ο γεωγραφικός προσδιορισμός του είναι γνωστός από το ακρωτήριο Μαλέας και το περιώνυμον ἄστυ της Μονεμβασίας στη νοτιοανατολική απόληξη της Πελοποννήσου. Σε επιλεγμένες θέσεις ο άνθρωπος συγκρότησε από την αρχαιότητα οικισμούς: Ακριαί, Βιανδίνη, Κυπαρισσία, Ασωπός, Κοτύρτα, Αφροδισιάς, Βοιαί, Ήτις, Όνου Γνάθος, Νυμφαίον, Σίδη, Επιδήλιον, Επίδαυρος Λιμηρά, Λεύκαι, Ζάραξ, Κύφαντα και Παλαιά. Από τους μεσαιωνικούς χρόνους και έπειτα η ανθρώπινη δραστηριότητα αναπτύχθηκε στη βραχονησίδα της Μονεμβασίας, στον Ασωπό, στα Βάτικα, στους Μολάους, στην Απιδιά και στον Ζάρακα.

XΑΡΤΗΣ

XΑΡΤΗΣ

ΜΟΛΑΟΙ

ΜΟΛΑΟΙ
Απόσπασμα χάρτη.

ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ ΜΟΛΑΩΝ

«Τα Χαλάσματα» των Μολάων. Οικιστικό κέντρο των ρωμαϊκών και πρωτοβυζαντινών χρόνων.


Βορειοανατολικά του οικισμού των Μολάων μέσα στον εύφορο κάμπο στη θέση «Χαλάσματα» ή «Πενταγιούσια» εντοπίζονται κτηριακά κατάλοιπα των ρωμαϊκών και παλαιοχριστιανικών χρόνων. Το τοπωνύμιο «Χαλάσματα» δηλώνει στην κυριολεξία την κατάσταση διατήρησης των κτηριακών καταλοίπων, ενώ το τοπωνύμιο «Πενταγιούσια», γνωστό και σε άλλα μέρη του ελλαδικού χώρου, είναι σύνθετο από το αριθμητικό πέντε και τη λέξη άγιοι και δηλώνει την ύπαρξη πέντε εκκλησιών. Το τελευταίο τοπωνύμιο δικαιολογείται και ιστορικώς καθώς πέντε είναι οι άγιοι που μαρτύρησαν το 290 μ.Χ. επί των διωκτών του χριστιανισμού αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού: Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης.


Η ιστορική και αρχαιολογική σημασία του χώρου είναι μεγάλη, καθώς διακρίνεται για τη σπουδαιότητα και μοναδικότητά του σε ολόκληρη τη νοτιοανατολική Λακωνία και συμπληρώνει τις γνώσεις μας γύρω από την ιστορική γεωγραφία της λακωνικής γης κατά τους πρώτους αιώνες διάδοσης του χριστιανισμού.


Η θέση έχει ταυτισθεί με την αρχαία πόλη Λεύκαι που αναφέρουν οι ιστορικές πηγές (Στράβων 8.5.2, Πολύβιος, 4.36,5, Τίτος Λίβιος 35.27.3).Τα κτιριακά κατάλοιπα των υστερορωμαϊκών και παλαιοχριστιανικών χρόνων που σώζονται σε κατάσταση θεμελίωσης μαρτυρούν την ύπαρξη σημαντικής οικιστικής εγκατάστασης με συνέχεια του ιστορικού της βίου από την ύστερη αρχαιότητα μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα, οπότε εγκαταλείφθηκε λόγω των αβαροσλαβικών επιδρομών που προκάλεσαν πληθυσμιακές μετακινήσεις προς τον ορεινό Πάρνωνα και τη γειτονική βραχονησίδα της Μονεμβασίας.


Τον Μάιο του έτους 1971 η Χωροφυλακή Μολάων ειδοποίησε την Αρχαιολογική Υπηρεσία ότι κατά τη διενέργεια εργασιών με μηχάνημα βαθειάς άροσης στον αγρό Π. Κατσουρίνη εξήχθησαν μαρμάρινα «αρχαία» (βλ. τοπογραφικό διάγραμμα αρ. Α). Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους έγινε ανασκαφική διερεύνηση στον εν λόγω αγρό κατά τη διάρκεια της οποίας αποκαλύφθηκε πεντάκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική του 6ου αιώνα με ημικυκλική αψίδα ανατολικά και νάρθηκα δυτικά. Στο εσωτερικό της ανευρέθηκαν μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, ψηφιδωτό δάπεδο με γεωμετρικά σχέδια, παραστάσεις ζώων και αφιερωματική επιγραφή (Μνήσθητι Κύριε και ελέησον πάντας τους καλλιεργούντας εν τη αγία σου εκκλησία) καθώς και πλίνθινο δάπεδο. Σε δομικό πωρόλιθο του κτηρίου αποκαλύφθηκε χαραγμένη επιγραφή σε λακωνικό αλφάβητο: XIFAΡΑΣ (Ξιφαράς).


Το έτος 1972 αποκαλύφθηκε το διακονικό που προσάπτεται στη νότια πλευρά της βασιλικής. Η κατασκευή του ανάγεται στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα. Στο εσωτερικό του σώζεται ψηφιδωτό δάπεδο που φέρει αφιερωματική επιγραφή (Υπέρ σωτηρίας και αφέσεως των αμαρτιών ων οίδεν ο θεός τα ονόματα). Μετά το πέρας των εργασιών ελήφθη μέριμνα για την προστασία των αρχαίων, όπως πρόχειρη περίφραξη του χώρου, κάλυψη των ψηφιδωτών και μεταφορά των κινητών ευρημάτων (μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών, κεραμικής και νομισμάτων) στην αποθήκη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στη Μονεμβασία. Οι απαραίτητες ενέργειες για την απαλλοτρίωση και την κήρυξη του ανασκαφέντος κτηρίου ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου ολοκληρώθηκαν το έτος 1980.


Η επιφανειακή έρευνα που έγινε στην ευρύτερη περιοχή απέδωσε δύο ακόμη παλαιοχριστιανικές βασιλικές και ερείπια κτηρίων κοσμικού χαρακτήρα. Η παλαιοχριστιανική βασιλική (του 6ου αι.) που βρίσκεται εντός αγροτεμαχίου φερόμενης ιδιοκτησίας Σ. Πραχάλη είναι τρίκλιτη με ημικυκλική αψίδα ανατολικά και νάρθηκα δυτικά (βλ. τοπογραφικό διάγραμμα αρ. Β). Στο εσωτερικό της έχουν αποκαλυφθεί οι βάσεις δύο σειρών κιονοστοιχιών που διαχωρίζουν τα κλίτη. Στη διάρκεια ανασκαφικής διερεύνησης που έγινε το έτος 1971 στο εσωτερικό της αποκαλύφθηκε στον χώρο του Ιερού δάπεδο από σχιστόπλακες. Η παλαιοχριστιανική βασιλική που βρίσκεται εντός αγροτεμαχίου φερόμενης ιδιοκτησίας Α. Κότσαλη ανήκει πιθανόν στον τύπο της μονόχωρης βασιλικής με ημικυκλική αψίδα ανατολικά (βλ. τοπογραφικό διάγραμμα αρ. Γ). Στο μικρών διαστάσεων ορθογωνικό κτίσμα στον αγρό Γ. Γκοβάτσου (αρ. 1) χαρακτηριστικά είναι δύο κογχάρια που διαμορφώνονται στο εσωτερικό του και –σύμφωνα με ανάλογα παραδείγματα– δείχνουν ότι είχε ταφική χρήση. Τα ερείπια τριών κτισμάτων που βρίσκονται στον αγρό Α. Μανίκη πιθανόν ανήκουν σε συγκρότημα λουτρικής εγκατάστασης (αρ. 3, 4, 5). Εντυπωσιακό είναι το μεγάλων διαστάσεων κτήριο που βρίσκεται στον αγρό Π. Σμυρναίου (αρ. 6).


Σήμερα, τα κτηριακά κατάλοιπα αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα συντήρησης και απαιτούν την άμεση φροντίδα της πολιτείας για την προστασία και την ανάδειξή τους. Η γνώση και η διαφύλαξη του ιστορικού παρελθόντος είναι κοινό χρέος καθώς βελτιώνει το παρόν και εγγυάται το μέλλον.

ΜΟΛΑΟΙ

ΜΟΛΑΟΙ

ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ ΜΟΛΑΩΝ

ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ ΜΟΛΑΩΝ
Τοπογραφικό διάγραμμα.

ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ ΜΟΛΑΩΝ

ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ ΜΟΛΑΩΝ

Παλαιοχριστιανική βασιλική Α. Κάτοψη.

Παλαιοχριστιανική βασιλική Α. Το φράγμα του πρεσβυτερίου.

Παλαιοχριστιανική βασιλική Α. Ψηφιδωτό δάπεδο.

Παλαιοχριστιανική βασιλική Α. Ψηφιδωτό δάπεδο.

Παλαιοχριστιανική βασιλική Α. Ψηφιδωτό δαπέδου.

Παλαιοχριστιανική βασιλική Α.Ψηφιδωτό δαπέδου.

Παλαιοχριστιανική βασιλική Α.Ψηφιδωτό δαπέδου (λεπτομέρεια).

Παλαιοχριστιανική βασιλική Α. Η αφιερωματική επιγραφή στο δάπεδο.

Παλαιοχριστιανική βασιλική Α. H επιγραφή στο δάπεδο του Διακονικού.

Παλαιοχριστιανική βασιλική Α. Αρχιτεκτονικά μέλη.

Παλαιοχριστιανική βασιλική Α.

H εγχάρακτη επιγραφή XIFΑΡΑΣ

Παλαιοχριστιανική βασιλική Β. Κάτοψη.

Παλαιοχριστιανική βασιλική B. Η αψίδα του Ιερού.

Κτίσμα 1

Κτίσμα 3.

Κτίσμα 5.

Κτίσμα 6.

ΑΣΩΠΟΣ

ΑΣΩΠΟΣ

ΑΣΩΠΟΣ

Η αρχαία πόλη του Ασωπού.


Στην ανατολική πλευρά του Λακωνικού κόλπου, στον μυχό του ευλίμενου όρμου Ξυλί, βρίσκεται ο σημερινός οικισμός της Πλύτρας που ταυτίζεται –σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές– με την αρχαία πόλη του Ασωπού.


Το τοπωνύμιο Ασωπός απαντά στην αρχαιότητα ως ονομασία ποταμών στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα, στη Φλιασία, στη Σικυωνία, στην Αίγινα και στην Πάρο• προέρχεται πιθανόν από την αρχαία λέξη ἄσις «ἡ ἰλύς, οἵαν οἱ ὑπερχυλίζοντες ποταμοί καταλείπουσιν ὅταν ἀποσυρθῶσι τὰ ὔδατα αὐτῶν» και την αρχαία παραγωγική κατάληξη –ωπός (< ινδοευρωπαϊκή ρίζα οkw «βλέπω»), που δηλώνει είτε ότι το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό μοιάζει με αυτό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό της λέξης, δηλαδή ιλυώδης, λασπώδης γη ή περιοχή, είτε ότι έχει υποκοριστική σημασία.


Η ανθρώπινη δραστηριότητα στον Ασωπό ανιχνεύεται με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα από τους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους. Η ίδρυση του οικισμού τον 3ο αιώνα π.Χ. πιθανόν συνδέεται με τη σταδιακή ερήμωση που υπέστη η παρακείμενη πόλη της Κυπαρισσίας ίσως εξαιτίας της καταστρεπτικής εισβολής το έτος 218 π.Χ. του Φιλίππου Ε΄ του Μακεδόνος στη Λακωνία. Ο γεωγράφος Στράβων (περίπου 64 π.Χ.–19 μ.Χ.) αναφέρεται στην παράκτια πόλη των Παρακυπαρισσίων Αχαιών, ενώ ο ιστορικός Πολύβιος και ο περιηγητής Παυσανίας μαρτυρούν ότι η Κυπαρισσία ήταν ερημωμένη κατά τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους. Τα οικιστικά κατάλοιπα που εντοπίζονται στους πρόποδες του λόφου «Καστέλι» ή «Γουλάς» και στην παρακείμενη θέση «Μποζάς» βορειοδυτικά της Πλύτρας (βλ. χάρτη) ταυτίζονται με την αρχαία πόλη της Κυπαρισσίας.


Σύμφωνα πάντοτε με τον Παυσανία, «από τις παραθαλάσσιες πόλεις, ο Ασωπός, απέχει από τις Ακριές (σημερινή Κοκκινιά) εξήντα στάδια. Μέσα στην πόλη υπάρχει ναός ρωμαίων αυτοκρατόρων και στα ενδότερα, σε απόσταση δώδεκα περίπου σταδίων, υπάρχει το ιερό του Ασκληπιού που τον ονομάζουν φιλόλαο. Τα κόκκαλα που τα τιμούν στο γυμναστήριο έχουν μέγεθος πάνω από το κανονικό, είναι όμως ανθρώπινα. Στην ακρόπολη υπάρχει και ιερό της Αθηνάς, της επονομαζομένης κυπαρισσίας. Στα ριζά της ακρόπολης υπάρχουν ερείπια της πόλης που λέγεται των Παρακυπαρισσίων αχαιών. Υπάρχει στον τόπο αυτό και ιερό του Ασκληπιού που απέχει περίπου πενήντα στάδια από τον Ασωπό. Το μέρος όπου είναι το ασκληπιείο το λένε Υπερτελέατον».


H ακρόπολη του Ασωπού με το ιερό της Αθηνάς Κυπαρισσίας ταυτίζεται με τον λόφο «Καστέλι» ή «Γουλάς» σε μικρή απόσταση βορειοδυτικά της Πλύτρας. Το ιερό του Ασκληπιού Φιλολάου χωροθετείται στη θέση «Καταφύγι», στη δυτική υπώρεια του λόφου του Παλαιοκάστρου (βλ. χάρτη), όπου εντοπίζονται λείψανα οικιστικής εγκατάστασης των κλασικών και ύστερων ρωμαϊκών χρόνων καθώς και τμήμα μεγάλων διαστάσεων πολυγωνικού τοίχου. Το ιερό του Απόλλωνος Υπερτελεάτα βρίσκεται βορειότερα στην περιοχή του Φοινικίου (βλ. χάρτη). Στους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους ήταν το θρησκευτικό κέντρο του «Κοινού των Ελευθερολακώνων», μιας ομοσπονδίας δεκαοκτώ λακωνικών πόλεων, που είχαν αποσπαστεί το 22 π.Χ. από τη Σπάρτη, στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης του «Κοινού των Λακεδαιμονίων». Σε αφιερωματικές επιγραφές που έχουν βρεθεί στο ιερό αναγράφονται τα ονόματα πολιτών του Ασωπού που διετέλεσαν ιερείς: [Ἀρσινέ]λος Ὀνησίμου Ἀσωπίτης ἱε[ρεὺς Ἀπόλλωνος Ὑπερ]τελεάτα, Ἀσωπός ἱερεὺς [Ἀπόλλωνο]ς Ὑπερτελεάτου, [Ἀ]σωπὸς Κανώπου, [Ἀπόλλωνος] Ὑπερτελ[εά]του Ἀσωπίτης. Στο ιερό του Απόλλωνος οι κάτοικοι της γειτονικής πόλης της Κοτύρτας (σημερινή θέση «Καστέλι» Δαιμονιάς) είχαν αφιερώσει ψήφισμα για τον «Πειίταν Κρατησινίκου Ἀσωπίταν», τιμώντας τον ως πρόξενο και ευεργέτη.


Τα κτηριακά κατάλοιπα στον σημερινό οικισμό της Πλύτρας φανερώνουν τη συνέχεια του ιστορικού βίου της πόλης του Ασωπού κατά τους ύστερους ελληνιστικούς, ρωμαϊκούς και πρωτοβυζαντινούς χρόνους. Ερείπια κτηρίων και τάφοι των ρωμαϊκών χρόνων εντοπίζονται στον δυτικό τομέα του σημερινού οικισμού (βλ. τοπογραφικό διάγραμμα αρ. 1–3), ενώ κατάλοιπα ρωμαϊκών κτισμάτων βρίσκονται στον βυθό της θάλασσας κοντά στο λιμάνι. Στον νοτιοανατολικό τομέα του οικισμού και σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα σώζονται τρία υπόγεια ταφικά κτίσματα (columbaria) που φέρουν κόγχες για την τοποθέτηση τεφροδόχων αγγείων και κτερισμάτων (βλ. τοπογραφικό διάγραμμα αρ. 4–6). Το ένα από αυτά βρισκόταν σε χρήση από τον 2ο έως τον 4ο αιώνα μ.Χ. Ανατολικότερα, σώζονται σε κατάσταση θεμελίωσης τα διαμερίσματα ρωμαϊκού λουτρού (βλ. τοπογραφικό διάγραμμα αρ. 7), τα λείψανα μικρών διαστάσεων θεάτρου (βλ. χάρτη αρ. 8) καθώς και τμήματα τοίχων και δαπέδων που ανήκουν πιθανόν σε λουτρικές εγκαταστάσεις.


Στη θέση «Κόκκινες» σώζονται σε επίπεδο θεμελίωσης κτήρια που έχουν κατασκευαστεί από μεγάλων διαστάσεων λαξευμένους πωρόλιθους και η αρχική τους οικοδομική φάση ανάγεται στους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους. Το επίμηκες και μεγάλων διαστάσεων κτήριο που βρίσκεται στην ακτογραμμή, με τον κατά μήκος άξονά του προσανατολισμένο Β–Ν, ταυτίζεται πιθανόν με τον ναό των ρωμαίων αυτοκρατόρων που αναφέρει ο Παυσανίας (βλ. τοπογραφικό διάγραμμα αρ. 9). Στον περιβάλλοντα χώρο του υπάρχουν διάσπαρτα πώρινα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως βάσεις κιόνων, τεκτονικά κιονόκρανα και κορμοί ραβδωτών κιόνων. Σε μικρή απόσταση βορειότερα σώζονται τα κατάλοιπα ρωμαϊκού λουτρού που φέρει ψηφιδωτό δάπεδο σε τρία στρώματα (αρ. 10). Η αρχική οικοδομική φάση του κτηρίου χρονολογείται στους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους. Σε μια δεύτερη οικοδομική φάση, που ανάγεται στον 1ο–2ο αιώνα μ.Χ., το κτήριο χρησιμοποιήθηκε ως βαλανείο, σύμφωνα και με αφιερωματική επιγραφή που αποκαλύφθηκε στο κατώφλι της θύρας εισόδου και τεκμηριώνει την ταύτιση του οικισμού με τον αρχαίο Ασωπό: Θεοῖς Σεβαστοῖ[ς καὶ τᾶι ᾷ] / Ἀσωπειτῶν πόλ[ει ἡ δεῖνα] / Λεπούσκλα τὸ βαλανεῖ[ον] / ἐκ θεμελίων κατα- / σκευάσασα [ταῖς ἰδίαις] / δαπάναι[ς]. Το ψηφιδωτό δάπεδο της τρίτης και τελευταίας φάσης χρονολογείται στον 4ο αι. μ.Χ. Βορειότερα σώζονται τα λείψανα τρίκλιτης βασιλικής και κτηρίου των παλαιοχριστιανικών χρόνων (βλ. τοπογραφικό διάγραμμα αρ. 11 και 12). Σε μικρό βάθος μέσα στη θάλασσα έχουν εντοπιστεί οι τρεις αψίδες του ιερού του ναού, ερείπια κτηρίων και τμήμα του αρχαίου λιμενοβραχίονα.


Στη θέση «Κλήμα» (αρ. 13 και 14), τα ερείπια δέκα συνολικά κτισμάτων, πιθανόν ταφικού χαρακτήρα, ανήκουν στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Πρόκειται για ορθογώνια κτίσματα με τον κατά μήκος άξονα προσανατολισμένο Α–Δ. Η κάλυψή τους γινόταν με καμάρα. Στο εσωτερικό τους διαμορφώνονται τυφλά αψιδώματα – αρκοσόλια και στη δυτική πλευρά είσοδος. Η εσωτερική επιφάνεια της τοιχοποιίας είναι επιχρισμένη με λειασμένο ασβεστοκονίαμα που φέρει ίχνη τοιχογραφικού διακόσμου.


Στη θέση αυτή έχουν εντοπιστεί επίσης δύο λίθινες σαρκοφάγοι και πέντε κιβωτιόσχημοι τάφοι, λαξευμένοι επάνω στον ασβεστολιθικό βράχο• οι τέσσερις τάφοι έχουν προσανατολισμό Δ–Α και ο πέμπτος Β–Ν. Στην όψη του τελευταίου σώζεται η ανάγλυφη μορφή ερωτιδέα που κρατά σε όρθια μετωπική στάση δάδα. Στο ύψος της κεφαλής του, αριστερά, παρατηρούμε τα ίχνη μικρού πτερωτού ζώου, μάλλον πεταλούδας. Ο μικρός Έρωτας στέφεται από τον ανάγλυφο πλοχμό φυτικού διακόσμου που συγκρατείται από μια ταινία και επιστέφει προς τα δεξιά βούκρανο. Ο φυτικός διάκοσμος περιλαμβάνει κληματίδα, κισσό, άνθος ρόδακα, βότρυ και ρόδα ή κυδώνια μήλα. Το βούκρανο κοσμείται και με κυματίζουσα ταινία ερίου. Το θέμα του ερωτιδέα (κατ’ άλλους του μικρού Βάκχου) και της πεταλούδας, γνωστό από τους ελληνιστικούς χρόνους στην τέχνη των σφραγιδόλιθων, της μεταλλοτεχνίας και της γλυπτικής, απαντάται και σε ρωμαϊκές σαρκοφάγους. Ο μικρός Έρωτας εικονίζεται συνήθως να παίζει με την πεταλούδα ή να προσπαθεί να την κάψει, και σπανιότερα να παραστέκεται δίπλα της. Η πεταλούδα, σύμβολο της ανθρώπινης ψυχής, η οποία υποβάλλεται –σύμφωνα με κείμενα της αρχαίας γραμματείας– σε σειρά δοκιμασιών από την Αφροδίτη μέσω του ερωτιδέα, κατακτά την αθανασία. Ο μικρός Έρωτας αναπαριστά τις απολαύσεις της μέλλουσας ζωής. Στον παράδεισο παραπέμπει επίσης ο πλούσιος φυτικός διάκοσμος με το βακχικό βότρυ και τα κυδώνια μήλα ή τα μυροφόρα ρόδα. Το βούκρανο είναι το τεκμήριο της προσφοράς προς τιμή του νεκρού.


Σε μικρή απόσταση από τον τάφο εντοπίζεται αρχαίο λατομείο (αρ. 14 και 15) με την ανάγλυφη παράσταση του ήρωα Ηρακλή. Το ανάγλυφο είναι έξεργο και έχει υποστεί σημαντική αλλοίωση. Η μορφή εικονίζεται σε όρθια μετωπική στάση κρατώντας με το δεξί χέρι το ρόπαλο και με το αριστερό τη λεοντή. Στον λακωνικό χώρο ανάγλυφη μορφή του Ηρακλή στον φυσικό βράχο είναι γνωστή στο χωριό Κουλούμι της Μάνης κοντά στο δρόμο από την Αρεόπολη προς τον Γερολιμένα, όπου εντοπίζονται διάσπαρτα ερείπια κτισμάτων, πιθανόν ενός ιερού προς τιμή του ήρωα, καθώς επίσης στο στόμιο της σήραγγας που μετέφερε νερό στο Γύθειο από τις πηγές του ρέματος της Βαρδούνιας. Το ανάγλυφο του Ηρακλή στον Ασωπό χρονολογείται, όπως και τα άλλα δύο λακωνικά ανάγλυφα, στους ρωμαϊκούς χρόνους και συνδέεται με την ιδιαίτερη διάδοση της λατρείας του ήρωα την περίοδο αυτή ως προστάτη από τον ανθρώπινο φθόνο αλλά και από τις αντιξοότητες της καθημερινής ζωής. Ο ήρωας με την μυθική, μυϊκή δύναμη, που ξεπερνούσε κάθε ανθρώπινο μέτρο, προφανώς ήταν προστάτης και βοηθός όσων καταπιάνονταν με επίπονα και κοπιαστικά έργα, όπως οι λατόμοι που εργάστηκαν στη διάνοιξη της υδρευτικής σήραγγας του Γυθείου και στο λατομείο του Ασωπού.


Στις παρακείμενες θέσεις «Σπηλιά» και «Σομαλιές» (αρ. 16) εντοπίζεται τμήμα της αρχαίας αμαξήλατης οδού που ήταν σε μεγάλη χρήση κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Στη θέση «Σπηλιά» σώζονται οι δύο κύριες οδικές αρτηρίες πρόσβασης στον οικισμό του Ασωπού, καθώς και οι τρεις εκτροπές της μιας κύριας οδού, που αποτελούν όχι μόνο για τη Λακωνία, αλλά και για ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο παράδειγμα σπάνιο. Ο Ασωπός αποτελούσε ενδιάμεσο σταθμό στο αρχαίο οδικό δίκτυο που συνέδεε το Γύθειο με τις Βοιαί.


Στη διάρκεια των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, ο Ασωπός, αν και συμπεριλαμβάνεται στην ελευθερολακωνική ομοσπονδία των πόλεων που απολάμβαναν φαινομενικά μια μορφή αυτονομίας από το διοικητικό κέντρο της Σπάρτης, ουσιαστικά βρισκόταν στην κυριαρχία της αριστοκρατικής σπαρτιατικής οικογένειας του «ἡγεμόνα» Γαΐου Ιουλίου Ευρυκλή. Ο τελευταίος είχε λάβει μέρος το 31 π.Χ. στη ναυμαχία του Ακτίου με την πλευρά του νικητή Οκταβιανού, του πρώτου ρωμαίου αυτοκράτορα, και χάρη στην αυτοκρατορική εύνοια είχε αποκτήσει το δικαίωμα του ρωμαίου πολίτη καθώς και τεράστια κτηματική περιουσία και πλούτο. Στην περιοχή του Ασωπού διέθετε μεγάλη γαιοκτησία με ελιές, την οποία διαχειρίζονταν οι «πραγματευταί». Οι κάτοικοι της πόλης τον τιμούσαν ως ευεργέτη, καθώς –σύμφωνα με αναθηματική επιγραφή– τους προμήθευε με έλαιο. Ο εγγονός του, Γάιος Ιούλιος Ευρυκλής Ηρκλανός (73–136 μ.Χ.), ο οποίος διετέλεσε συγκλητικός στη Ρώμη, απολάμβανε την ίδια τιμή «ἀρετὰς χάριν καὶ μεγαλοψυχίας».


Tην περίοδο αυτή ο Ασωπός, όπως και άλλες λακωνικές πόλεις, απέκτησε το δικαίωμα κοπής χάλκινων νομισμάτων, τα οποία αφενός έδιναν την ψευδαίσθηση ελευθερίας μέσα στη ρωμαϊκή επικράτεια και αφετέρου χρησίμευαν για τις καθημερινές ανάγκες της ζωής. Στα νομίσματα της πόλης των Ασωπειτών εικονίζεται το άγαλμα του θεού Διονύσου, που προφανώς λατρευόταν στην περιοχή μαζί με την Αθηνά, τον Ασκληπιό και τον Απόλλωνα. Το κύριο όμως θρησκευτικό στοιχείο, που είχε διαδοθεί από τη Ρώμη σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, ήταν η λατρεία του αυτοκράτορα, την οποία οι κάτοικοι του Ασωπού ασκούσαν μέσα στον ναό των ρωμαίων αυτοκρατόρων. Στην αγορά της πόλης υπήρχαν οι ανδριάντες δύο ρωμαίων αυτοκρατόρων, του Τραϊανού (98–117 μ.Χ.) και του Κωνσταντίνου Φλάβιου Βαλέριου (307–337), στους οποίους οι πολίτες απέδιδαν ιδιαίτερη λατρεία ως έναν τρόπο εκδήλωσης της νομιμοφροσύνης, της προσήλωσης και της ευγνωμοσύνης τους.


Στα μέσα του 4ου αιώνα ο Ασωπός αποτελούσε τοπικό θρησκευτικό κέντρο με αξιόλογη χριστιανική κοινότητα, που διέθετε ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη, τον επίσκοπο. Η παλαιότερη μνεία της επισκοπής Ασωπού γίνεται στα πρακτικά της Συνόδου της Σαρδικής το έτος 343, στην οποία μετείχε ο επίσκοπος Ασωπού Κόκρας για τη διευθέτηση του ζητήματος του Αρειανισμού. Η παλαιοχριστιανική βασιλική στην αγορά της πόλης αποτελούσε την έδρα του επισκόπου καθώς και το επίκεντρο των ετήσιων θρησκευτικών εκδηλώσεων, ενώ τα ταφικά μνημεία στην περιοχή του λατομείου, που αφορούν σε κτιστούς ή λαξευτούς τάφους των παλαιοχριστιανικών χρόνων, καθώς και μια επιτύμβια παλαιοχριστιανική επιγραφή φανερώνουν την επικράτηση των χριστιανικών ταφικών εθίμων στην πόλη.


Στα τέλη του 4ου αιώνα η οικιστική συγκρότηση του Ασωπού, όπως και ολόκληρου του παράλιου οικιστικού δικτύου της λακωνικής χερσονήσου καθώς και της Σπάρτης, αναστατώθηκε λόγω των καταστρεπτικών σεισμών των ετών 365 και 375 μ.Χ. Η πόλη κατακλύστηκε εν μέρει από τη θάλασσα και σημαντικά κτήρια, όπως ο ναός των ρωμαίων αυτοκρατόρων και η παλαιοχριστιανική βασιλική στη θέση «Κόκκινες», καταστράφηκαν. Ωστόσο, η συνέχεια του ιστορικού βίου του Ασωπού δεν διακόπηκε, καθώς η πόλη απαντά ως επισκοπική έδρα με την ονομασία «Ασώπολις» στα μέσα του 5ου–αρχές 6ου αιώνα.


Στους μέσους βυζαντινούς χρόνους ο Ασωπός συνέχισε να αποτελεί επισκοπική έδρα, η οποία υπάγεται τον 8o αιώνα στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της μητρόπολης Κορίνθου και αυτή με τη σειρά της στο πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης. Στο πλαίσιο της οικιστικής και πληθυσμιακής αναστάτωσης που προκάλεσαν στη Λακωνία οι σλαβικές εγκαταστάσεις τον 7ο–8ο αιώνα καθώς και οι αραβικές επιδρομές στα τέλη του 9ου–αρχές 10ου αιώνα, η ανθρώπινη δραστηριότητα άρχισε να αναπτύσσεται στον λόφο του Παλαιοκάστρου βορειότερα της αρχαίας πόλης του Ασωπού. Στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους το κάστρο του Ασωπού στην κορυφή του Παλαιοκάστρου αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του αμυντικού οχυρωματικού δικτύου της Μονεμβασίας. Στους χρόνους της ξένης κυριαρχίας (πρώτη βενετοκρατία 1463–1540 και πρώτη τουρκοκρατία 1540–1690) το κάστρο διαδοχικά επιδικάσθηκε στους Βενετούς και στους Τούρκους. Την περίοδο αυτή κατασκευάστηκε ο πύργος στην υψηλότερη κορυφή της χερσονήσου Ξυλί για τον έλεγχο του λιμανιού και του ευρύτερου θαλάσσιου χώρου.

Ο όρμος Ξυλί.

Ταφικό κτίσμα αρ. 4.

Ταφικό κτίσμα αρ. 6.

Ενσφράγιστος κέραμος (AΣΩΠΙΤΑΝ).

Ερείπια λουτρού αρ. 7.

Ερείπια λουτρού αρ. 7.

Ερείπια κτηρίου.

Ερείπια κτηρίου.

Ερείπια ναού ρωμαίων αυτοκρατόρων αρ. 9.

Εγκατεσπαρμένα αρχιτεκτονικά μέλη.

Ερείπια βαλανείου αρ. 10.

Ερείπια βαλανείου. Ψηφιδωτό δάπεδο.

Ερείπια βαλανείου. Ψηφιδωτό δάπεδο.

Ερείπια βαλανείου. Ψηφιδωτό δάπεδο.

Παλαιοχριστιανική βασιλική αρ. 11.

Ταφικό κτίσμα στη θέση "Κλήμα" αρ. 13

Ταφικό κτίσμα στο λατομείο αρ. 14.

Λαξευτοί κιβωτιόσχημοι τάφοι, αρ. 14.

Λαξευτός τάφος με ανάγλυφη διακόσμηση, αρ. 14.

Ανάγλυφη διακόσμηση τάφου στο λατομείο αρ. 14.

Ανάγλυφο Ηρακλέους στο λατομείο αρ. 14.

Το λατομείο αρ. 15

Αρματροχιές αρ. 16.

Το Παλαιόκαστρο.

Αναγνώστες


Το Λιμάνι του Γέρακα.

ΖΑΡΑΞ

Η αρχαία πόλη του Ζάρακος.


Στις απότομες ακτές της ανατολικής Λακωνίας εισδύει βαθιά ο στενός και φιδωτός ορμίσκος του Γέρακα, το μοναδικό φυσικό λιμάνι του Μυρτώου πελάγους. Στη βόρεια πλευρά της εισόδου του λιμανιού σώζονται τα κατάλοιπα της αρχαίας πόλης του Ζάρακος, του μετέπειτα βυζαντινού οικισμού του Ιέρακος που σήμερα είναι γνωστός ως Λιμάνι του Γέρακα.


Η ανθρώπινη δραστηριότητα στην περιοχή ανιχνεύεται με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα από τους προϊστορικούς χρόνους. Τα σπήλαια της περιοχής, όπως η σπηλιά στον «Αρμακά» και η σπηλιά στον «Καραβά», έχουν χρησιμοποιηθεί από τον προϊστορικό άνθρωπο για μόνιμη ή περιφερειακή κατοίκηση. Αποτελούν κατά περίπτωση προνομιακούς χώρους με ελεγχόμενη είσοδο, χαμηλή και σταθερή θερμοκρασία για τη φύλαξη και την συντήρηση των αγαθών καθημερινού βίου με σκοπό όχι μόνο την χρήση αλλά και το εμπόριο.


Στην πρώϊμη χαλκοκρατία, δηλαδή πριν το 2000 π.Χ., στην περιοχή του Ζάρακος και γενικότερα στη Λακωνία επικρατούσε το γηγενές, εθνικό φύλο των Λελέγων. Η γλωσσολογική έρευνα έχει εν μέρει αποδεχθεί ότι το αρχαίο τοπωνύμιο Ζάραξ είναι λελεγικό και επομένως μπορεί να θεωρηθεί ως γλωσσικό κατάλοιπο που υποδεικνύει το μεσογειακό υπόστρωμα του προελληνικού λαού των Λελέγων. Το αρχαίο όνομα Ζάραξ, άλλωστε, ως γεωγραφικός όρος είναι γνωστός, εκτός από τη σημερινή ομώνυμη περιοχή, στην Εύβοια και στην Αργολίδα, ενώ στους ρωμαϊκούς χρόνους (2ο αώνα μ.Χ.) απαντά ως κύριο όνομα που αφορά στον ομώνυμο ήρωα, του οποίου το ηρώο ήταν στημένο στην Ιερά οδό που οδηγούσε από την Ελευσίνα στην Αθήνα.


Στο τέλος της δεύτερης φάσης της πρώιμης χαλκοκρατίας, γύρω στο 2100 π.Χ., σύμφωνα με τη μυθική παράδοση, ήρθαν από την πλευρά του Αιγαίου με απώτερη καταγωγή την Αίγυπτο οι πρωτοέλληνες Δαναοί, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Αργολίδα αλλά και στη χερσόνησο του Μαλέα στη Λακωνία. Οι πρωτοελλαδικές θέσεις (3.200 π.Χ. - 2.000/1.900 π.Χ.) στην περιοχή του Ζάρακος πιθανότατα εγκαταλείφθηκαν ή καταστράφηκαν προς το τέλος της πρωτοελλαδικής περιόδου καθώς δεν εμφανίζουν οικιστική συνέχεια στους μετέπειτα χρόνους.


Στη μεσοελλαδική περίοδο, από το 1900 π.Χ. και έπειτα, εγκαθίστανται, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (VΙΙΙ.73), οι Κυνούριοι, πιθανότατα ιωνικό έθνος που συναντάται σε ολόκληρη την περιοχή της οροσειράς του Πάρνωνα από την Κυνουρία μέχρι το ακρωτήριο Μαλέα. Η ιωνική καταγωγή των κατοίκων της ανατολικής Λακωνίας, αλλά και των Κυνουρίων ενισχύεται και από το γεγονός ότι η πόλη Έλος που χωροθετείται στη νοτιοανατολική Λακωνία στον μυχό του Λακωνικού κόλπου κτίσθηκε σύμφωνα με τον Παυσανία (3.20.6) από τον νεότερο υιό του Περσέα, τον Έλιον, ενώ ο γενάρχης-οικιστής των Κυνουρίων ήταν ο Κύνουρος, ο υιός του Περσέα (Παυσανίας, 3. 2.2). Η πληθυσμιακή αναστάτωση και η ερήμωση που προκάλεσε η εγκατάσταση του ιωνικού φύλου των Κυνουρίων αντικατοπτρίζεται στην απουσία μεσοελλαδικών ευρημάτων στην περιοχή του Ζάρακα.


Οι Αχαιοί, τμήμα ενός ινδοευρωπαϊκού λαού που έφθασε περίπου το 1500 π.Χ. στη Θεσσαλία, αφομοίωσαν τους προελληνικούς Αχαιούς και γύρω στο 1600 π.Χ. μετοίκησαν στην Πελοπόννησο, όπου ανέπτυξαν τον μυκηναϊκό πολιτισμό. Στην περιοχή του Ζάρακος έχουν ανευρεθεί κεραμικά ευρήματα της ύστερης εποχής του Χαλκού ή αλλιώς της μυκηναϊκής εποχής (1600–1100 π.Χ.).


Η κάθοδος των Δωριεών στην Πελοπόννησο, με επικεφαλής το γένος των Ηρακλειδών (αυτοί ήταν απόγονοι του Ηρακλή και της Δηιάνειρας), έγινε περίπου το 1125/1100 π.Χ. και συντέλεσε στην κατάκτηση του μυκηναϊκού κόσμου. Οι Δωριείς έφθασαν στη Σπάρτη με αρχηγούς δύο αδέλφια, τον Ευρυσθένη και τον Προκλή. Ωστόσο, οι Αμύκλες και οι πόλεις στα χαμηλότερα και πιο εύφορα μέρη της νότιας Λακωνίας εξακολούθησαν να κατέχονται από τους Αχαιούς. Η απουσία αρχαιολογικών ευρημάτων από τα τέλη της υστεροελλαδικής περιόδου μέχρι τους γεωμετρικούς χρόνους δείχνει την ερήμωση της περιοχής, όπως παρατηρείται και σε άλλες μυκηναϊκές θέσεις της Λακωνίας, φαινόμενο που συνδέεται με την παρακμή του μυκηναϊκού κόσμου και την κάθοδο των Δωριέων.


Στο πρώτο μισό του 8ου αιώνα π.Χ., όταν βασιλιάς της Σπάρτης ήταν ο Τήλεκλος (760-740 π.Χ.), κυριεύθηκαν από τους Δωριείς Σπαρτιάτες οι πόλεις των περιοίκων Αχαιών, Αμύκλαι, Φάρις και Γερόνθραι και οι κάτοικοι μετανάστευσαν. Για τους κατοίκους των Γερονθρών γνωρίζουμε ότι μετακινήθηκαν στην ανατολική πλευρά του Πάρνωνα, δηλαδή στην περιοχή του Ζάρακος και στη γειτονική Κυνουρία. Οι Γερόνθριοι βρήκαν προσωρινά καταφύγιο κάτω από την προστασία των Αργείων, αλλά τελικά εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο (Παυσανίας 3.2,6). Μετά τον θάνατο του Τηλέκλου βασιλιάς έγινε ο Αλκαμένης, ο οποίος συνεχίζοντας την επεκτατική πολιτική του πατέρα του, κατέστρεψε το Έλος, εξανδραπόδισε τους κατοίκους του που «έγιναν οι πρώτοι δούλοι του κοινού των Λακεδαιμονίων και πρώτοι ονομάσθηκαν είλωτες» κατά τη μαρτυρία του Παυσανία.


Για την κυριαρχία των Σπαρτιατών ή των Αργείων στη χερσόνησο του Μαλέα δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες. Οι σχέσεις των δύο πόλεων φαίνεται πως ήταν ανταγωνιστικές, καθώς οι Αργείοι προσπάθησαν να βοηθήσουν τους Αχαιούς του Έλους, προκειμένου να περιορίσουν την επέκταση της Σπάρτης στις νοτιοανατολικές περιοχές της Λακωνίας που τις διεκδικούσε το Άργος. Ο βασιλιάς της Σπάρτης, όμως, Αλκαμένης κατάφερε με μάχη να κατατροπώσει τους Αργείους. Η επέκταση της κυριαρχίας της δωρικής Σπάρτης είχε ως αποτέλεσμα να προωθηθούν στις νότιες υπώρειες του Πάρνωνα αλλά και του Ταϋγέτου μια ομάδα Μινύων (Βοιωτών) που είχε φθάσει στη Λακωνία συγχρόνως περίπου με τους Δωριείς και πιθανότατα είχε συμπράξει μαζί τους.


Η εγκατάσταση των Μινύων στη λακωνική χερσόνησο ανιχνεύεται μέσα από τον εντοπισμό της λατρείας των μινυακών θεοτήτων της Ινούς και της Αταλάντης, καθώς και από την γλωσσική εξέταση των αρχαίων τοπωνυμίων. Το αρχαίο τοπωνύμιο Κύφαντα ή Κύφας (σημερινό Κυπαρίσσι) στην περιοχή του Ζάρακος, μέσα από τη σχέση που εμφανίζει με το τοπωνύμιο Κύφος της Θεσσαλικής Περραιβίας ή με το Ακύφας της Δωρίδος, συγκαταλέγεται στα γλωσσικά στοιχεία που δείχνουν τη μετακίνηση πληθυσμιακών ομάδων από την Θεσσαλία και συγκεκριμένα την ορεινή Περραιβία προς την Πελοπόννησο. Επιπλέον, η λατρεία της Αταλάντης και της Ινούς, γνωστή στα Κύφαντα και σε γειτονικές πόλεις, όπως την Επίδαυρο Λιμηρά, τις Πρασιές και τα Λεύκτρα, θεωρείται βοιωτικής προέλευσης και πιθανότατα αποτελεί ένα πρόσθετο στοιχείο που αποκαλύπτει πολιτισμικές σχέσεις ανάμεσα στο λακωνικό και θεσσαλικό-βοιωτικό χώρο.


Στον 7ο αιώνα π.Χ. οι Δωριείς Αργείοι είχαν υπό τον έλεγχό τους ολόκληρη την Κυνουρία, καθώς και την υπόλοιπη περιοχή νοτιότερα, μέχρι το Μαλέα και τα Κύθηρα (Ηρόδοτος 1,82).


Η Σπάρτη συγκρούσθηκε περί το έτος 547/546 π.Χ. με το ισχυρό Άργος για την κυριαρχία της Θυρεάτιδος, την οποία τελικά κατέκτησε μαζί με την υπόλοιπη Κυνουρία, τη χερσόνησο Μαλέα και τη νήσο Κυθήρων. Οι αρχαίες πόλεις Ζάραξ (σημερινό Λιμάνι του Γέρακα) και Κύφαντα (σημερινό Κυπαρίσσι) περιήλθαν στην κυριαρχία της Σπάρτης. Το οργανωμένο δίκτυο αμαξήλατων οδών, ίχνη των οποίων έχουν εντοπισθεί στη θέση «Βούρβουρο» στην περιοχή της Ρειχιάς και στην Αγία Βαρβάρα στην περιοχή του Κυπαρισσιού εξασφάλιζε τον άμεσο έλεγχο της Σπαρτιατικής ηγεμονίας σε αυτές τις δύο περιοίκιδες πόλεις της Σπάρτης. Η κατά τα τέλη του 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ. οχύρωση της πόλης του Ζάρακος με ισχυρά πολυγωνικά τείχη, και η κατά τον 4ο ή 3ο αι. π.Χ. κατασκευή του οχυρού στα Κύφαντα πιθανότατα οφείλονται στην τακτική των Σπαρτιατών να θωρακίσουν την άμυνά τους από ανατολικά, αλλά και να εξυπηρετήσουν τα οικονομικά συμφέροντά τους με εκμετάλλευση των προϊόντων της περιοχής και έξοδο στη θάλασσα. Οι ευλίμενοι όρμοι των δύο πόλεων ήταν σημαντικοί για τους Σπαρτιάτες, διότι αποκτούσαν άμεση πρόσβαση στο Αιγαίο πέλαγος.


Η αρχαία πόλη του Ζάρακα, κτισμένη σε ύψωμα επάνω από το λιμάνι, ασκεί καθοριστικό έλεγχο του διάπλου στον στενό όρμο. H γραμμή του εξωτερικού οχυρωματικού περιβόλου περιβάλλει την πόλη στη βόρεια και τη δυτική πλευρά. Η άμυνα του τείχους ενισχύεται τουλάχιστον από οκτώ, ορθογώνιους ή τετράγωνους στην κάτοψη πύργους. Στην ανατολική πλευρά της πόλης που ορίζεται από τον εξωτερικό οχυρωματικό περίβολο είχε κτιστεί η ακρόπολη. H είσοδος στο εσωτερικό της ακρόπολης γινόταν διαμέσου στενού διαδρόμου που συνδέεται με μικρή πύλη, η οποία διαμορφώνεται στη βορειοδυτική γωνία του τείχους και προστατεύεται με συμπαγή, κυκλικό στην κάτοψη, πύργο.


Το καλοκαίρι του 414 π.Χ. οι Αθηναίοι και οι Αργείοι, με τριάντα πλοία και ορμητήριο το Άργος, λεηλάτησαν την Επίδαυρο Λιμηρά και τις Πρασιές, ίσως όμως και τα Κύφαντα και τον Ζάρακα (Θουκυδίδης, 6.105, 2. 7, 18. 3).


Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.Χ., και την εισβολή του Φίλιππου Β΄ στη Λακωνία, η Σπάρτη αποδυναμώθηκε, καθώς έχασε την κυριαρχία στην ευρύτερη περιφέρειά της, στις βόρειες περιοχές (Αιγύτις, Βελμινάτις, Σκιρίτις, Καρυάτις και Θυρεάτις), στα δυτικά την Δενθελιάτιδα και στα ανατολικά τη βόρεια Κυνουρία. Η νότια Κυνουρία, όμως, τα Κύφαντα και ο Ζάραξ δεν επιδικάσθηκαν στους Αργείους. Η μαρτυρία του Παυσανία για την καταστροφή του Ζάρακα («μόνον τοῦτο τῶν λακωνικῶν πολισμάτων») το 272 π.Χ. από τον γόνο της βασιλικής οικογένειας των Αγιαδών Κλεώνυμο δείχνει ότι η ανατολική Λακωνία δεν είχε περιέλθει, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ., στην κυριαρχία των Αργείων. Η πόλη του Ζάρακος προέβαλε σθεναρή αντίσταση απέναντι στην φιλομακεδονική παράταξη του Κλεωνύμου. Ο τελευταίος είχε ζητήσει τη βοήθεια του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου υπό το πρόσχημα της αποδυνάμωσης των υποστηρικτών της Αχαϊκής Συμπολιτείας (του Αντιγόνου Γονατά) και με πραγματικό σκοπό την αφαίρεση της βασιλείας από τον ανηψιό του Αρέα. Οι Σπαρτιάτες, όμως, υποπτεύθηκαν τους δόλιους σκοπούς της επιχείρησης του Πύρρου στην Πελοπόννησο και αντιστάθηκαν. Ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρεύς επέστρεψε από την Κρήτη, όπου βρισκόταν, με ισχυρή στρατιωτική δύναμη, και ο Πύρρος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχέδιο κατάληψης της Σπάρτης. Ο βασιλιάς της Ηπείρου περιορίσθηκε στη λεηλασία των περιοίκιδων πόλεων, στην οποία εντάσσεται η καταστροφή του Ζάρακα από τον στενό συνεργάτη του, τον Κλεώνυμο. Ο Πύρρος υποχώρησε στο Άργος, καθώς οι Αργείοι είχαν ζητήσει την προστασία του, και τελικά ηττήθηκε.


Με την ήττα του Σπαρτιάτη βασιλιά Κλεομένη Γ΄ από την Αχαϊκή Συμπολιτεία και τον Αντίγονο Γ΄ Δώσωνα, ο Ζάραξ και τα Κύφαντα, παραχωρήθηκαν το 222 π.Χ. μαζί με άλλες πόλεις των βορειοανατολικών παραλίων της Λακωνίας στους Αργείους. Αν και οι ιστορικές πηγές δεν αναφέρονται στις ονομασίες περιοχών που περιήλθαν στην κυριαρχία των Αργείων, έχει θεωρηθεί πως η εισβολή του βασιλιά της Σπάρτης Λυκούργου, το 219 π.Χ., στην περιοχή της νότιας Κυνουρίας αποτελεί ένδειξη πως οι πόλεις των βόρειων παραλίων της Λακωνίας και της νότιας Αρκαδίας βρίσκονταν μέχρι τότε στην κυριαρχία των Αργείων. Το 219 π.Χ. ο Λυκούργος εισέβαλε αιφνιδιαστικά στην περιοχή του Πάρνωνα, που βρισκόταν στην κυριαρχία των Αργείων, και κυρίευσε τα Κύφαντα, τις Λεύκες, τις Πρασιές και την Πολίχνη, αλλά δεν κατάφερε να καταστρέψει τον Ζάρακα και την Γλυππία (Πολύβιος, 36, 4-6).


Ο Ζάραξ, σύμφωνα με προξενικό ψήφισμα, βρίσκεται από τα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. και συγκεκριμένα από το 222 π.Χ. στην κυριαρχία των Αργείων. Στο ψήφισμα που προέρχεται από το Άργος και χρονολογείται λίγο πριν από το 224 π.Χ. ή μετά το 222 π.Χ., απαντά το εθνικό όνομα Ζάραξ προς δήλωση ατόμου με την ιδιότητα του γραφέα: «γραφεύς Ἑρπέας Αἰσχιάδας Ζάραξ». Ο Ζαράχιος εμφανίζεται στο ψήφισμα με την ιδιότητα του γραφέα, διότι ένας εγχώριος από τη Μαντίνεια απέκτησε από τους Αργείους το δικαίωμα να είναι θεωροδόχος και πρόξενος.


Tο 218 π.Χ. η περιοχή του Ζάρακα εξακολοθούσε να βρίσκεται στην επικράτεια του Άργους και πιθανότατα δεν υπέστη καταστροφή, όπως η γειτονική περιοχή των Βοιών, από τον Φίλιππο Ε΄ τον Μακεδόνα, ο οποίος εισέβαλε στη Λακωνία (Πολύβιος, Ε΄, 19.8) σε απάντηση της επιθετικής πολιτικής του Λυκούργου. Την ταραγμένη περίοδο της τυραννίδος του Νάβιδος (207-192 π.Χ.) ο Ζάραξ και τα Κύφαντα πέρασαν στην επικράτεια της Σπάρτης. Το 193 π.Χ. οι παράκτιες κτήσεις του τυράννου της Σπάρτης Νάβιδος, στις οποίες περιλαμβάνεται η περιοχή του Ζάρακος, αν και περιήλθαν με συνθήκη στον Ρωμαίο ύπατο Τ. Quinctius Flamininus και στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, ωστόσο χρειάστηκαν δύο ακόμη χρόνια μέχρι την τελική κατάκτησή τους.


Μετά την ήττα της Σπάρτης από τη Ρώμη, οι λακωνικές πόλεις της Σπαρτιάτικης περιοίκιδος χώρας, στις οποίες συγκαταλέγονται ο Ζάραξ και τα Κύφαντα, αποσπάσθηκαν το 195 π.Χ. οριστικά από τη Σπάρτη και προσχώρησαν στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, συγκροτώντας το «Κοινό των Λακεδαιμονίων» με πρωτεύουσα αρχικά το Γύθειο. Το 22 π.Χ., επί βασιλείας του Αυγούστου, το «Κοινό των Λακεδαιμονίων», που ήταν συγκροτημένο από είκοσι τέσσερις πόλεις με πρωτεύουσα τη Σπάρτη, αναδιοργανώθηκε και μετονομάσθηκε σε «Κοινό των Ελευθερολακώνων» που αποτελείτο την εποχή του Παυσανία (2ο αι. μ.Χ.) από δέκα οκτώ πόλεις.


Την περίοδο αυτή, σύμφωνα με επιγραφική μαρτυρία προξενικού ψηφίσματος του 2ου–1ου π.Χ. αιώνα, οι κάτοικοι του Ζάρακα, αποκαλούμενοι Ζαράχιοι, είχαν συνοριακές διαφορές με τους κατοίκους της γειτονικής Επιδαύρου Λιμηράς. Η διαμφισβήτηση των δύο πόλεων γινόταν περί τινος χώρας, περί υδάτων και περί λιμένος που χωροθετούνται πιθανότατα στη σημερινή περιοχή της Αριάνας και του Κρεμμυδιού. Από τη διαμάχη αυτή δικαιώθηκαν οι κάτοικοι της Επιδαύρου Λιμηράς.


Ο περιηγητής Παυσανίας (3.24,1-3), επισκεπτόμενος τον 2ο αι. μ.Χ. την περιοχή του Ζάρακα, αναφέρει ότι «σε απόσταση εκατό σταδίων από την Επίδαυρο (Λιμηρά) βρίσκεται ο Ζάραξ που έχει ένα καλό λιμάνι, αλλά έχει υποστεί τις πιο πολλές δοκιμασίες από όλες τις πολίχνες των ελευθερολακώνων, γιατί και ο Κλεώνυμος, ο γιός του Κλεομένη, γιού του Αγησιπόλιδος, μόνο το Ζάρακα απ’ όλες τις λακωνικές πολίχνες κατάστρεψε...Στο Ζάρακα δεν υπάρχει τίποτε άλλο από ένα ναό του Απόλλωνα, στο πέρας του λιμανιού, με άγαλμά του που κρατεί κιθάρα. Προχωρώντας κανείς από τον Ζάρακα στην ακροθαλασσιά εκατό περίπου στάδια και γυρίζοντας κατόπιν προς τα ενδότερα, συναντά μετά πορεία δέκα περίπου σταδίων τα ερείπια των λεγομένων Κυφάντων κι ανάμεσα σε αυτά μια σπηλιά αφιερωμένη στον Ασκληπιό και άγαλμά του μαρμάρινο. Υπάρχει και κρήνη με κρύο νερό, το οποίο βγαίνει από το βράχο, και λένε πως η Αταλάντη κυνηγούσε σε αυτό το μέρος, και επειδή υπόφερε από δίψα, χτύπησε με το δόρυ το βράχο και πήγασε το νερό».


Από τις λατρευτικές συνήθειες που είχαν κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους οι κάτοικοι της περιοχής του Ζάρακος διαπιστώνονται οι πολιτισμικές σχέσεις της περιοχής με τη γειτονική Αργολίδα και τη Βοιωτία. Η λατρεία του Ασκληπιού στα Κύφαντα προέρχεται από την Αργολίδα απ’ όπου άρχισε να διαδίδεται κατά τον 6ο αιώνα π.Χ., ενώ η λατρεία της Αταλάντης έχει βοιωτική προέλευση και η απαρχή της τοποθετείται στην περίοδο της καθόδου των Δωριέων. Στην πόλη του Ζάρακος, εκτός από τη λατρεία του θεού Απόλλωνος στο ιερό που βρισκόταν στην είσοδο του λιμένος, σε κοντινή απόσταση από τον ναό του Αγίου Νικολάου, έχει επιβεβαιωθεί η λατρεία της Αφροδίτης. Το πήλινο αγαλματίδιο της θεάς βρέθηκε μαζί με τρία ειδώλια και αγγεία στη θέση «Καστελάκι» μέσα στο σημερινό οικισμό του Λιμανιού του Γέρακα και έχει χρονολογηθεί στους ελληνιστικούς χρόνους (μέσα 2ου αιώνα π.Χ.). Από το σπηλαιοβάραθρο «Βρύ» στην περιοχή της Αριάνας προέρχεται επίσης ειδώλιο της θεάς Αφροδίτης που χρονολογείται στους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους και δείχνει τη χρήση του σπηλαίου ως λατρευτικού χώρου.


Τα αρχαιολογικά ευρήματα καταδεικνύουν τη συνέχεια του ιστορικού βίου της πόλης του Ζάρακος στους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους. Μέσα στον οχυρωματικό περίβολο της αρχαίας πόλης του Ζάρακος σώζεται ερειπωμένο κτήριο, γνωστό ως «ανάκτορο των βασιλέων», το οποίο χρονολογείται στους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Στον περιβάλλοντα χώρο του κτηρίου εντοπίζονται επιτύμβιες επιγραφές του 2ου ή 3ου αιώνα μ.Χ. που διακοσμούνται με ανάγλυφη ζωομορφική παράσταση και αναφέρονται στον Τιβέριο Κλαύδιο Μενεκλείδα, τη σύζυγό του Δαμούσα Καλλιστράτου και τους δύο γιούς τους, τον Καλλικράτη και τον Καλλίστρατο. Το οικογενειακό ταφικό μνημείο της οικογένειας Μενεκλείδα, η οποία είναι γνωστή από τον 2ο αιώνα π.Χ. στη Σπάρτη, πιθανότατα ταυτίζεται με το υπέργειο, θολωτό κτίσμα που εντοπίζεται στο βόρειο τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου.


Στα τέλη του 4ου αιώνα η οικιστική συγκρότηση της πόλης του Ζάρακος διαταράχθηκε λόγω των καταστρεπτικών σεισμών των ετών 365 και 375 μ.Χ., που προκάλεσαν την καταστροφή της Σπάρτης και τον κατακλυσμό από τη θάλασσα των παραλιακών πόλεων της λακωνικής χερσονήσου, όπως οι Βοιαί, η Επίδαυρος Λιμηρά, ο Ασωπός, οι Ακριαί, το Γύθειο και η Τευθρώνη. Στο λιμάνι του Γέρακα εντοπίζονται τμήματα κτηρίων που βρίσκονται στον βυθό της θάλασσας και πιθανόν αφορούν σε λιμενικές εγκαταστάσεις των ρωμαϊκών χρόνων.


Στο πλαίσιο της εδραίωσης της νέας θρησκείας του χριστιανισμού που σηματοδότησε την παρακμή των ειδωλολατρικών θρησκευτικών κέντρων και την ίδρυση από τον 4ο αι. μ.Χ. χριστιανικών μνημείων, εντάσσεται ο παλαιοχριστιανικός ναός του Αγίου Παύλου στην περιοχή του Ζάρακος. Η τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική, αφιερωμένη στο όνομα του αποστόλου που διέδωσε τον χριστιανισμό στον ελλαδικό χώρο, βρίσκεται στον ευλίμενο ορμίσκο του Αγίου Παύλου στην Αριάνα, όπου εντοπίζεται το ομώνυμο σπήλαιο και διάσπαρτη παλαιοχριστιανική και βυζαντινή κεραμική.


Στους βυζαντινούς χρόνους ο ευλίμενος ορμίσκος του Ζάρακος αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Μονεμβασίας. Στην ακρόπολη της αρχαίας πόλης κτίστηκαν δύο χριστιανικοί ναοί που δείχνουν την οικιστική συνέχεια του χώρου. Ο οικισμός, γνωστός τη βυζαντινή περίοδο και με την ονομασία Ιέραξ, απαντά στις γραπτές πηγές από τον 9ο αιώνα (878), καθώς αποτελούσε σημαντικό ναυτικό σταθμό εξαιτίας του φυσικού λιμένος. Στις ιστορικές πηγές γίνεται εκτενής αναφορά στο επεισόδιο του επικεφαλής του βυζαντινού στόλου Αδριανού, ο οποίος ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη για να ανακουφίσει τις πολιορκούμενες από τους Άραβες Συρακούσες, και «μόλις κατῆλθεν ἄχρι Πελοποννήσου, ἐν Μονεμβασίᾳ δὲ ἐν τῷ λιμένι τῷ καλουμένῳ Ἱέρακος προσορμήσας». Ο ναύαρχος, προφασιζόμενος αντίξοες καιρικές συνθήκες, καθυστέρησε με αποτέλεσμα στο μεταξύ η πόλη των Συρακουσών να εκπορθηθεί το έτος 878. Ο Αδριανός πληροφορήθηκε το θλιβερό γεγονός από ορισμένους στρατιώτες «τῶν κατὰ Πελοπόννησον Μαρδαϊτῶν καὶ Ταξατῶν τυγχάνοντες», οι οποίοι είχαν καταφέρει να διαφύγουν από τις Συρακούσες στην Πελοπόννησο. Το 1087 στο λιμάνι του Ιέρακα αγκυροβόλησαν τα εμπορικά πλοία, που μετέφεραν στο Μπάρι τα λείψανα του αγίου Νικολάου. Από τα μέσα του 14ου αιώνα το λιμάνι απαντά και με το περιφραστικό τοπωνύμιο Porto delle Botte «λιμάνι των βαρελιών», το οποίο δηλώνει τον τόπο όπου κατασκευάζονταν βαρέλια για την εξαγωγή του περίφημου μονεμβάσιου οίνου.

Το λιμάνι του Γέρακα.

Τοπογραφικό διάγραμμα του 19ου αι.

Άποψη της ακρόπολης.

Η πύλη της ακρόπολης.

Το "ανάκτορο των βασιλέων".

Το "ανάκτορο των βασιλέων".

Ταφικό κτίσμα.

Επιτύμβια επιγραφή (Δαμούσα Καλλιστράτου).

Επιτύμβια επιγραφή (Μενεκλείδα).

Απιδιά

Ο οικισμός της Απιδιάς.


Η Απιδιά βρίσκεται στις παρυφές της πεδιάδας του Έλους, στους πρόποδες του βουνού Κριτσόβα με τις φυσικές πηγές ύδατος και δίπλα σε εύφορο κάμπο. Η ανθρώπινη δραστηριότητα στην περιοχή διαπιστώνεται, σύμφωνα με τα κεραμεικά ευρήματα, από τη νεολιθική εποχή μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η οικιστική εγκατάσταση των κλασικών, ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων ταυτίζεται με την κώμη Παλαιά που αναφέρει ο περιηγητής Παυσανίας. Η Παλαιά συνδεόταν με το πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο της Σπάρτης διαμέσου ενός οργανωμένου δικτύου αμαξήλατων οδών, τμήμα του οποίου σώζεται τμηματικά στην περιφέρεια του σημερινού οικισμού.


Η οικιστική συνέχεια κατά τους παλαιοχριστιανικούς και βυζαντινούς χρόνους επιβεβαιώνεται μέσα από τις γραπτές πηγές και τα σωζόμενα κτηριακά κατάλοιπα που αφορούν κυρίως σε χριστιανικά μνημεία. Ο μνημειώδης ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου κτίσθηκε στους όψιμους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, ανάμεσα στον 5ο και τον 9ο αιώνα, και σε συνδυασμό με τις νομισματικές μαρτυρίες και την κεραμεική δείχνει την ύπαρξη αξιόλογης χριστιανικής κοινότητας, η οποία κατάφερε να διαβιώσει σε μια δύσκολη περίοδο αναστατώσεων και ποικίλων προβλημάτων, που προκάλεσαν οι αβαροσλαβικές επιδρομές και οι σλαβικές εγκαταστάσεις.


Στους μέσους βυζαντινούς χρόνους (10ο αιώνα), οπότε ο ναός της Κοίμησης γνώρισε εκτεταμένες οικοδομικές επεμβάσεις, ο οικισμός από την πλευρά της εκκλησιαστικής διοίκησης υπάγεται στην επισκοπή Έλους, ενώ από την πλευρά του διοικητικού καθεστώτος περιλαμβάνεται στην περιφέρεια της καστροπολιτείας της Μονεμβασίας. Την περίοδο αυτή ο ναός της Κοίμησης διακοσμήθηκε στο εσωτερικό του με μαρμάρινο τέμπλο, που χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 12ου και στις αρχές του 13ου αιώνα. Η περίπτωση της ντόπιας οικογένειας των Κομνηνών, που σχετίζεται, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, με τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081-1118), ερμηνεύεται στο πλαίσιο της ιεραρχικής και πολιτικής οργάνωσης της τοπικής κοινωνίας.


Στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους (13ο-15ο αιώνα) ο οικισμός γνώρισε δημογραφική και οικιστική ανάπτυξη χάρη στα προνόμια και στις φοροαπαλλαγές που παραχώρησε ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1282-1328) σε όλη την περιοχή της Μονεμβασίας. Η τοπική παράδοση συνδέει τον οικισμό με τον Ανδρόνικο Β΄, ο οποίος φέρεται να επισκέφθηκε κατά το έτος 1300 την περιοχή της Μονεμβασίας. Σύμφωνα πάντοτε με την παράδοση, η αυτοκράτειρα Γιολάντα Μομφερρατική, γνωστή και ως Ειρήνη Κομνηνή Δούκαινα Παλαιολογίνα, ίδρυσε τον ναό της Κοίμησης, ενώ ο πατέρας της, μαρκήσιος Γουλιέλμος Ζ΄, κατά τη διάρκεια κυνηγετικής εκδρομής που είχε μαζί με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ στην περιοχή της Απιδιάς, σκοτώθηκε και στη συνέχεια ενταφιάσθηκε στον ναό. Η παράδοση αυτή πιθανόν απηχεί την εύνοια του αυτοκράτορα για την περιοχή και ίσως υποδηλώνει την ανάπτυξη ιδιαίτερων επαφών των οικιστών με την αυτοκρατορική οικογένεια και ειδικά με τον θεοσεβή Ανδρόνικο Β΄, ο οποίος υπήρξε ιδιαίτερα λαοφιλής στη Λακωνία λόγω της αντιλατινικής πολιτικής του. Η αφιέρωση άλλωστε του ναού της Απιδιάς στην Κοίμηση της Θεοτόκου μπορεί να μην είναι άσχετη με τη διάδοση της λατρείας της Παναγίας την εποχή των Παλαιολόγων, κυρίως μετά την καθιέρωση του εορτασμού της Κοίμησης της Θεοτόκου κατά τον μήνα Αύγουστο από τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο. Την περίοδο αυτή, στην περιφέρειά του οικισμού ιδρύθηκαν ναοί που διακοσμούνται στο εσωτερικό τους με τοιχογραφίες και κατασκευάσθηκε μικρό οχυρό για την προστασία του πληθυσμού σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής.


Στο πλαίσιο της εμφύλιας διαμάχης που είχε ξεσπάσει στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα ανάμεσα στους Παλαιολόγους και τους Καντακουζηνούς, οι οικιστές της Απιδιάς είχαν ταχθεί μαζί με τον άρχοντα της Μονεμβασίας και άλλους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής του Πάρνωνα στο πλευρό των Καντακουζηνών. Το 1391/1392 ο Θεόδωρος Α΄ Παλαιολόγος έκαμψε την αντίσταση του άρχοντα της Μονεμβασίας Μαμωνά και παραχώρησε με αργυρόβουλλο λόγο προνόμια. Ωστόσο, τα προνόμια δεν αφορούσαν σε όλους γενικά τους κατοίκους του δεσποτάτου του Μορέως, καθώς εξαιρέθηκαν οι περιοχές του Πάρνωνα που είχαν προβάλλει σθεναρή αντίσταση, όπως η περιοχή των Ἀπιδέων. Για πρώτη φορά τότε ο οικισμός αναφέρεται ως Ἀπιδέα. Το τοπωνύμιο είναι φυτώνυμο και πιθανόν δηλώνει την καλλιέργεια και την παραγωγή απιδιών (αχλαδιών) στην περιοχή.


Μετά την κατάλυση της βυζαντινής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο, το έτος 1460, η Απιδιά περιήλθε, όπως και το μεγαλύτερο τμήμα της Λακωνίας, στους Οθωμανούς. Τον 16ο αιώνα ο οικισμός υπάγεται στον καζά της Μονεμβασίας και παρουσιάζει, σύμφωνα με οθωμανικά κατάστιχα, αξιόλογη οινική παραγωγή, κατέχοντας σημαντικό μερίδιo στην παραγωγή του φημισμένου μονεμβάσιου οἶνου ή malvasia. Στη διάρκεια της βραχύβιας ανακατάληψης του Μοριά από τους Βενετούς, το έτος 1700 υπάγεται στη διοικητική περιφέρεια (territorio) της Μονεμβασίας και έχει πληθυσμό 208 ψυχές. Μετά την επάνοδο των Οθωμανών στο Μοριά το έτος 1715 υπέστη καταστροφή αλλά γρήγορα ανασυγκροτήθηκε, αριθμώντας μέχρι την αποτυχημένη εξέγερση του έτους 1770 400 ψυχές. Τα επόμενα χρόνια ο χριστιανικός πληθυσμός του οικισμού δοκιμάσθηκε σκληρά από τη βαναυσότητα των Τουρκαλβανών αλλά τελικά κατάφερε να ανακάμψει και να συμμετάσχει ενεργά στην προετοιμασία του αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας. Στη διάρκεια της επανάστασης οι κάτοικοι της Απιδιάς προσέφεραν τις στρατιωτικές υπηρεσίες τους, συμβάλλοντας αρχικά στην απελευθέρωση της Μονεμβασίας την 23 Ιουλίου 1821.


Την περίοδο της εμφύλιας διαμάχης (1823-1828) ο οικισμός έγινε πεδίο συγκρούσεων ανάμεσα στις αντιμαχόμενες παρατάξεις. Το 1825 καταστράφηκε από τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ πασά και το επόμενο έτος όσοι κάτοικοί του είχαν καταφύγει στην ορεινή Παλιόχωρα του Κυπαρισσίου πιάσθηκαν αιχμάλωτοι και οδηγήθηκαν σε αιγυπτιακά στρατόπεδα. Την εποχή του Καποδίστρια, από το 1828 έως το 1832, περιλαμβάνεται στη διοικητική περιφέρεια της Μονεμβασίας με πληθυσμό 146 ψυχές και αξιόλογη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή. Στους νεώτερους χρόνους σταδιακά παρουσίασε πληθυσμιακή αποδυνάμωση, με βασική αιτία την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Σήμερα, ο οικισμός συγκροτείται από λιθόκτιστα σπίτια των νεωτέρων χρόνων, τα οποία συνιστούν αντιπροσωπευτικά δείγματα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της νοτιοανατολικής Λακωνίας.



Ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου.


Ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα χριστιανικά μνημεία της νοτιοανατολικής Λακωνίας με μεγάλη ιστορική και αρχαιολογική αξία. Το έτος 1927 αποτέλεσε για πρώτη φορά αντικείμενο μελέτης από τον Αναστάσιο Ορλάνδο, διακεκριμένο αρχιτέκτονα-αναστηλωτή, ενώ αργότερα μελετήθηκε από τον βυζαντινολόγο Νικόλαο Δρανδάκη, ο οποίος φρόντισε κατά τη διάρκεια της θητείας του (1951-1962) ως επιμελητής των βυζαντινών αρχαιοτήτων στη Λακωνία για την κήρυξη του ναού ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου. Το μνημείο έχει καταχωρηθεί στη διεθνή βιβλιογραφία και αποτελεί σταθμό για την επιστημονική κοινότητα στη μελέτη της ναοδομίας του ελλαδικού χώρου.


Η σημερινή κατάσταση της διατήρησής του είναι αποτέλεσμα διαδοχικών οικοδομικών επεμβάσεων που έγιναν στο πέρασμα των αιώνων. Πρόκειται για τρίκλιτη θολοσκέπαστη βασιλική με τρεις ημικυκλικές αψίδες στα ανατολικά και νάρθηκα στα δυτικά.


Η τοπική παράδοση αποδίδει την ίδρυσή του στη σύζυγο του βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου, τη Γιολάντα Μομφερρατική, γνωστή ως Ειρήνη Κομνηνή Δούκαινα Παλαιολογίνα. Σύμφωνα πάντοτε με την τοπική παράδοση, ο πατέρας της αυτοκράτειρας, μαρκήσιος Γουλιέλμος Ζ΄, κατά τη διάρκεια κυνηγετικής εκδρομής που είχε μαζί με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ στην περιοχή της Απιδιάς, σκοτώθηκε και στη συνέχεια ενταφιάσθηκε στον ναό. Η παράδοση αυτή πιθανόν απηχεί την εύνοια του αυτοκράτορα για την περιοχή και ίσως υποδηλώνει την ανάπτυξη ιδιαίτερων επαφών των οικιστών με την αυτοκρατορική οικογένεια και ειδικά με τον θεοσεβή Ανδρόνικο Β΄, ο οποίος υπήρξε ιδιαίτερα λαοφιλής στη Λακωνία λόγω της αντιλατινικής πολιτικής του. Η αφιέρωση άλλωστε του ναού στην Κοίμηση της Θεοτόκου μπορεί να μην είναι άσχετη με τη διάδοση της λατρείας της Παναγίας την εποχή των Παλαιολόγων, κυρίως μετά την καθιέρωση του εορτασμού της Κοίμησης της Θεοτόκου κατά τον μήνα Αύγουστο από τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο.


Η αρχική οικοδομική φάση του ναού χρονολογείται, σύμφωνα με τα σωζόμενα κατασκευαστικά και μορφολογικά στοιχεία, στους όψιμους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, ανάμεσα στον 5ο και τον 9ο αιώνα. Κτίσθηκε στον αρχιτεκτονικό τύπο της ξυλόστεγης βασιλικής με τρία κλίτη, τα οποία χωρίζονταν μεταξύ τους μέσω κιόνων που στήριζαν τοξοστοιχίες. Οι μνημειακές διαστάσεις του ναού και η ποιότητα της κατασκευής του δείχνουν την ύπαρξη σημαντικής χριστιανικής κοινότητας στην περιοχή, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από άλλα κτηριακά κατάλοιπα αλλά και κινητά ευρήματα, όπως κεραμεική και νομίσματα.


Σε μια δεύτερη οικοδομική φάση που χρονολογείται στους μέσους βυζαντινούς χρόνους (10ο αιώνα) ο ναός μετασκευάσθηκε σε τρίκλιτη θολοσκέπαστη βασιλική. Η ξύλινη κεραμοσκεπή αντικαταστάθηκε με λιθόκτιστες καμάρες και στο εσωτερικό οι μαρμάρινοι κίονες, που στήριζαν τοξοστοιχίες, ενσωματώθηκαν εν μέρει σε τετράγωνους κτιστούς πεσσούς για την καλύτερη στήριξη της ανωδομής. Στα ανώτερα τμήματα της τοιχοποιίας τα παράθυρα αλλοιώθηκαν λόγω της αλλαγής του τρόπου στέγασης του ναού. Η μετασκευή αυτή του ναού στον τύπο της τρίκλιτης θολοσκέπαστης βασιλικής σηματοδοτεί τις νέες αναζητήσεις και τις εξελίξεις στην ναοδομία των μέσων βυζαντινών χρόνων, καθιστώντας το μνημείο αντιπροσωπευτικό δείγμα της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής παράδοσης του νότιου ελλαδικού χώρου. Την ίδια περίοδο, το εσωτερικό του ναού διακοσμήθηκε με μαρμάρινο τέμπλο, που χρονολογείται εν μέρει στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα και στις αρχές του 13ου αιώνα. Στα τέλη του 13ου-αρχές του 14ου αιώνα χρονολογείται η μαρμάρινη σαρκοφάγος που αρχικά βρισκόταν στο εσωτερικό του ναού αλλά σήμερα είναι θραυσμένη και τρία τμήματά της έχουν εντοιχισθεί στο κωδωνοστάσιο. Πρόκειται για ταφικό γλυπτό, μοναδικό στην περιοχή της Μονεμβασίας και αντιπροσωπευτικό της ευμάρειας και της ακμής που γνώρισε η περιοχή κατά την περίοδο των Παλαιολόγων. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, η σαρκοφάγος αυτή ανήκε στον πεθερό του βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, τον Γουλιέλμο Ζ΄ Μομφερρατικό της Λομβαρδίας, ο οποίος φέρεται να έχει ενταφιασθεί στον ναό. Η παράδοση αυτή δεν μπορεί να γίνει πιστευτή, διότι τα ιστορικά γεγονότα είναι διαφορετικά και η χρονολόγηση της σαρκοφάγου απέχει από αυτά. Η ιστορική αλήθεια όμως, που εμπεριέχει στον πυρήνα της, πιθανόν δείχνει ότι η σαρκοφάγος ανήκει σε κάποιο συγγενικό πρόσωπο της αυτοκρατορικής οικογένειας.


Στους νεώτερους χρόνους έγιναν μικρής έκτασης εργασίες συντήρησης και επισκευής του ναού. Το έτος 1887 επισκευάσθηκαν και αναδιαμορφώθηκαν τα ανοίγματα και κτίσθηκε το υψηλό κωδωνοστάσιο στη νοτιοδυτική εξωτερική γωνία του ναού. Το έτος 1923 το εσωτερικό του ναού επιστρώθηκε με τσιμεντένια πλακίδια. Την ίδια περίοδο πιθανόν κατασκευάσθηκαν τα εσωτερικά κονιάματα και τα γύψινα νεοκλασικά διακοσμητικά στοιχεία από Ζαρακίτες μαστόρους, μέλη της οικογένειας Βασιλείου. Τα τελευταία χρόνια έγινε προσθήκη κτίσματος στη βόρεια πλευρά του νάρθηκα με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του μνημείου.


Ο ναός της Κοίμησης αποτελεί το σημαντικότερο κρίκο σύνδεσης των σημερινών οικιστών της Απιδιάς με το ιστορικό παρελθόν των προκατόχων τους. Η ευθύνη για τη διαφύλαξη και την προστασία του μνημείου παραμένει μεγάλη, ο στόχος υψηλός και η προσπάθεια ατέρμονη.

Απιδιά

Απιδιά

O ναός της Κοίμησης. Νότια πλευρά.

O ναός της Κοίμησης. Ανατολική πλευρά.

O ναός της Κοίμησης. Η βόρεια πλευρά.

O ναός της Κοίμησης. Το κωδωνοστάσιο.

Ο ναός της Κοίμησης. Κάτοψη.

Ο ναός της Κοίμησης. Το τέμπλο.

Ο ναός της Κοίμησης.Το τέμπλο του Διακονικού.

Ο ναός της Κοίμησης. Εσωτερική άποψη. Διακρίνεται ο εντοιχισμένος στον πεσσό κίονας.

Η βυζαντινή ψευδοσαρκοφάγος.

Εντοιχισμένο τμήμα βυζαντινής ψευδοσαρκοφάγου.

Ο ναός του Αγίου Βασιλείου (14ου αι.).

Ο οικισμός του Χάρακα.

ΧΑΡΑΚΑΣ

O Xάρακας


Ο οικισμός εντάσσεται σε ένα ορεινό οικιστικό πλέγμα επί των ανατολικών παραφυάδων του όρους Πάρνωνα στην περιοχή του Ζάρακος. Βρίσκεται σε υψόμετρο 608μ. και απλώνεται αμφιθεατρικά στους πρόποδες ενός υψώματος, τη Ράχη του Μίνη. Το τοπωνύμιο καταδεικνύει την ορεινότητα της θέσης, καθώς δηλώνει τόπο με υψηλούς βράχους, ανάμεσα στους οποίους σχηματίζονται βαθιές χαράδρες. Τα λιθόκτιστα σπίτια αποτελούν στο σύνολό τους τυπικό δείγμα της οικιστικής αρχιτεκτονικής παράδοσης ντόπιων πετροκτιστάδων που έδρασαν στην περιοχή από τα τέλη του 19ου αιώνα. Πρόκειται για διώροφα ή τριώροφα ορθογώνια κτήρια με κεραμοσκεπή στέγη και χαγιάτι. Στο κέντρο του οικισμού δεσπόζει ο καθεδρικός ναός των Τριών Ιεραρχών που κτίσθηκε κατά τα μέσα του 20ου αιώνα στη θέση παλαιότερου, σύμφωνα με σχέδια του γνωστού αρχιτέκτονα Αναστασίου Ορλάνδου. Σημείο αναφοράς είναι επίσης ο νεώτερος ναός του Σωτήρος Χριστού, το δημοτικό σχολείο, το σπίτι του ιερέα και η οικία του μεγάλου ευεργέτη Γεωργίου Πετρολέκα. Στον οχυρό λόφο της «Παλαιόχωρας» σώζονται τα ερείπια βυζαντινού οικισμού που περιλαμβάνει κτήρια, πύργο, στέρνες, δύο ανώνυμους ναούς και τον ναό του Προφήτη Ηλία με τοιχογραφίες που χρονολογούνται στα τέλη του 14ου–αρχές του 15ου αιώνα. Ο οικισμός είναι γνωστός από τον 16ο αιώνα ως Χάρακας και εμφανίζει συνεχή κατοίκηση από τον 13ο έως τα τέλη του 17ου αιώνα, οπότε εγκαταλείφθηκε με κύρια αιτία τον τουρκοβενετικό πόλεμο που είχε ως συνέπεια την συγκέντρωση του πληθυσμού της ευρύτερης περιοχής στο κεφαλοχώρι του Ζάρακος, την Κρεμαστή. Στα χρόνια που ακολούθησαν η ανθρώπινη δραστηριότητα μεταφέρθηκε στη θέση που βρίσκεται το σημερινό χωριό. Ο αρχικός οικιστικός πυρήνας ήταν καλύβια ποιμένων της Κρεμαστής. Στην περιφέρεια του οικισμού βρίσκονται ο παλαιός μοναστηριακός ναός των Αγίων Θεοδώρων, που διακοσμείται με τοιχογραφίες του έτους 1806, έργο ίσως του λαϊκού ζωγράφου Παναγιώτη Κουλιδά, ο ναός της Αγίας Παρασκευής που κτίσθηκε το έτος 1925 και το παλαιό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, που συνδέεται με τη θαυματουργική μετάσταση της εικόνας του Αγίου Ιωάννη από τις Σπέτσες. Δύο ανεμόμυλοι, λιθόκτιστα αλώνια και τεχνητές ομβροδεξαμενές, γνωστές ως λούτσες, αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα της παλαιότερης κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας του πληθυσμού. Τα λιθόστρωτα μονοπάτια που σώζονται τμηματικά δίνουν τη δυνατότητα της αρμονικής γνωριμίας του επισκέπτη με τα μνημεία του ανθρώπου και της φύσης. Στη θέση «Σταυρός», η χαράδρα με την απέραντη θέα προς το Μυρτώο πέλαγος είναι τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους.


Οικία


H Παλαιόχωρα.

Η Παλαιόχωρα.

Ο ναός της Αγίας Παρασκευής στον "Σταυρό".

Ερείπια κτηρίου στην Παλαιόχωρα.

Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων.

Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων. Εσωτερική άποψη.
Ο οικισμός τoυ Γκιότσαλι.


Το Γκιότσαλι βρίσκεται βόρεια του σημερινού χωριού του Αγίου Δημητρίου Ζάρακος. Πρόκειται για εγκαταλελειμμένο οικισμό, κτισμένο στη νότια πλαγιά του βουνού Μπουτσούρη, παραφυάδα της οροσειράς του Πάρνωνα, σε υψόμετρο 750 έως 780μ., κοντά σε φυσικές πηγές ύδατος και μέσα σε δασώδες τοπίο με πελώρια δέντρα, όπως λεύκες, καρυδιές, συκιές, βελανιδιές και σφεντάμια. Η ονομασία του είναι τουρκικής προέλευσης και, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, σημαίνει «κήπος του Αλή» καθώς αποδίδει την ομορφιά του τοπίου με την εξαιρετική θέα προς τον λακωνικό κόλπο.


Ο οικισμός αναφέρεται στις ιστορικές πηγές τουλάχιστον από τα τέλη του 17ου αιώνα. Στους νεώτερους χρόνους οι κάτοικοί του προέρχονταν από την Ήπειρο και την Κρήτη. Η σταδιακή εγκατάλειψή του συντελέστηκε μέσα στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα με κύρια αιτία την εσωτερική αλλά και την εξωτερική μετανάστευση.


Στο υψηλότερο σημείο του οικισμού βρίσκεται λιθόκτιστη βρύση με την χρονολογία 1892. Τα ερειπωμένα σπίτια απλώνονται κάτω από αυτή και συγκροτούν δύο συνοικίες με συνολικό αριθμό περίπου τριανταπέντε κτηρίων. Είναι λιθόκτιστα, έχουν ορθογωνική κάτοψη και αναπτύσσονται συνήθως σε δύο στάθμες, ισόγειο και όροφο, με το χαρακτηριστικό χαγιάτι και την κλίμακα που οδηγεί στον όροφο. Το δάπεδο του ορόφου είτε γεφυρώνεται κατά το ήμισυ με καμάρα και κατά το υπόλοιπο με ξύλινο πάτωμα, ή καλύπτεται καθ’ ολοκληρίαν με καμάρα. Ο όροφος καλύπτεται με κεραμοσκεπή και στον ανατολικό τοίχο διαμορφώνεται τζάκι. Τα ανοίγματα είναι συνήθως ορθογώνια, ενώ δεν λείπουν παραδείγματα με ανακουφιστικό τόξο πάνω από το ανώφλι. Ο αύλειος χώρος των σπιτιών είναι αδιαμόρφωτος και χαμηλές μάντρες με ξερολιθιά ορίζουν την ιδιοκτησία. Αξιόλογα κτήρια είναι η διώροφη οικία Θεοδωρακάκου με τη χρονολογία 1818 στο ανώφλι της θύρας εισόδου, και η τριώροφη οικία Γραμματικάκη, για την οποία γνωρίζουμε ότι την έκτισαν οι Ματζαβραίοι μάστορες από τις Σπέτσες ή την Ύδρα. Τα περισσότερα σπίτια κτίστηκαν από Μακεδόνες μαστόρους, οι οποίοι εργάστηκαν τον 19ο αιώνα στη γειτονική Κυνουρία. Οι Γκιοτσαλίτες μάστορες αποκαλούνταν «Τσούσιδες» και στα χωριά των Λαγκαδηνών μαστόρων, στην Αρκαδία, δεν είχαν αφήσει καλό όνομα.


Στο κέντρο του οικισμού βρίσκεται ο ναός του Αγίου Γεωργίου που χρονολογείται στους μεταβυζαντινούς χρόνους. Στο παλαιό λίθινο ανώφλι της θύρας εισόδου του σώζεται ανάγλυφος ισοσκελής σταυρός με τη χρονολογία 1872. Το ξύλινο τέμπλο στο εσωτερικό του ναού φέρει εικόνες του έτους 1886. Το λιθόκτιστο καμπαναριό με το χαρακτηριστικό λιθανάγλυφο προσωπείο κατασκευάστηκε την 2 Οκτωβρίου 1852 επί ιερέως Καμαρινού και μάστορα Πανταζή. Βόρεια του οικισμού βρίσκεται ο κοιμητηριακός ναός του Αγίου Παντελεήμονος. Δύο λιθόστρωτα αλώνια συνδέονται με την παλαιότερη οικονομική δραστηριότητα του χώρου.




Ο ναός του Αγίου Γεωργίου.


Οι βυζαντινοί ναοί των Μολάων.


Ο οικισμός των Μολάων, κτισμένος σε αμφιθεατρική θέση στις ανατολικές υπώρειες του όρους Κουρκούλα, απαντά στις ιστορικές πηγές από τις αρχές του 13ου αιώνα. Το πηγαίο νερό και η ευκρασία του κλίματος, που εξασφάλιζε το μεγάλο ρέμα του Λάρνακα, καθώς και ο εύφορος κάμπος αποτέλεσαν βασικούς παράγοντες στην επιλογή της θέσης για οικιστική εγκατάσταση. Το νερό δεν χρησιμοποιήθηκε μόνο για ύδρευση και άρδευση αλλά και ως κινητήρια δύναμη για τη λειτουργία των νερόμυλων που κατασκευάστηκαν κατά μήκος του ρέματος και εξυπηρετούσαν στο άλεσμα των δημητριακών. Οι βυζαντινές οχυρώσεις στον λόφο του Παλιόπυργου παρείχαν προστασία στους κατοίκους σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής και ασκούσαν τον έλεγχο της διάβασης από τον κάμπο των Μολάων προς την περιοχή του Έλους διαμέσου της Κουρκούλας. Οι βυζαντινοί ναοί του Αγίου Γεωργίου και της Παναγίας στην ιδιοκτησία του Κοκολάκη είναι τα παλαιότερα σωζόμενα εκκλησιαστικά μνημεία που δείχνουν την ύπαρξη ανθρώπινης δραστηριότητας στον χώρο στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους.


Ο ναός του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται στη συνοικία Σπανέϊκα, δίπλα στο Δημοτικό Σχολείο, και παλαιότερα ήταν κοιμητηριακός. Η θέση του προφανώς σχετίζεται με το ζωτικό στοιχείο του νερού που έρρεε άλλοτε από την κτιστή βρύση που υπάρχει υψηλότερα. Η πρώτη γνωστή γραπτή μνεία του ναού γίνεται σε έγγραφο του έτους 1700 σχετικά με την κτηματική περιουσία των ναών και των μοναστηριών της περιοχής της Μονεμβασίας: «ἔτερει εκκλησῆα εις χοριον Μολάους εἱς ὄνομα τοῦ Ἁγίου Γεόργίου ἔχει χοράφια κουβελίων 3».


Ανήκει στον τύπο του μονόχωρου καμαροσκέπαστου με ημικυκλική αψίδα ανατολικά, δύο ζεύγη τυφλών αψιδωμάτων κατά μήκος των μακρών πλευρών του και θύρα εισόδου βόρεια. Στο εσωτερικό του σώζονται σπαράγματα τοιχογραφιών που χρονολογούνται στο πρώτο τέταρτο του 15ου αιώνα (1400–1425).


Στην αψίδα του ιερού εικονίζεται η Θεοτόκος βρεφοκρατούσα, ένθρονη και δύο άγγελοι που κρατούν σκήπτρα και προσφέρουν δέηση. Μπροστά από το κεφάλι του νότιου αγγέλου διασώζεται η επιγραφή: «ΣΕ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΞ ΟΥ ΤΕΧΘΕΝΤΑ». Πρόκειται για το τροπάριο που ψάλλεται πριν, κατά ή μετά τη Εκφώνηση που απευθύνεται στη Θεοτόκο, μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων. Ο εικονογραφικός τύπος της Θεοτόκου ορίζεται ως «Θεοτόκος Πανάχραντος» και συμβολίζει την Ενσάρκωση του Λόγου προβάλλοντας την Παρθενικότητά της.


Στον ημικύλινδρο της αψίδας τοποθετείται ο Μελισμός, θέμα με ευχαριστιακό περιεχόμενο και λειτουργικό χαρακτήρα που αποδίδει την αναίμακτη θυσία του Χριστού κατά την Προετοιμασία των Τιμίων Δώρων. Ο θυόμενος ή μελιζόμενος Χριστός εικονίζεται νεκρός, ώριμος, με γένεια και μακριά μαλλιά, ξαπλωμένος απευθείας στην Αγία Τράπεζα ανάμεσα σε δύο αγγέλους, που κρατούν ριπίδια, και τέσσερις συλλειτουργούντες ιεράρχες. Ο εικονογραφικός τύπος του Χριστού ώριμου και νεκρού διαφέρει από την ευρέως διαδεδομένη παραλλαγή του Μελισμού με τον Χριστό νήπιο και ζωντανό μέσα στο δίσκο. Η ασυνήθιστη αυτή παραλλαγή του ευχαριστιακού Χριστού, θυόμενου ή μελιζόμενου σε ώριμη ηλικία, αποτελεί δημιούργημα της παλαιολόγειας εικονογραφίας. Το δογματικό υπόβαθρο της παράστασης καθορίζεται από τα ιερά κείμενα και το τυπικό της θείας λειτουργίας καθώς και από την επίσημη αντίληψη της Εκκλησίας σχετικά με τη σύνδεση της θείας Μετάληψης με το Πάθος και την Ανάσταση του Χριστού. Η ιδιαίτερη διάδοση που γνώρισε η παραλλαγή αυτή στη Λακωνία στους παλαιολόγειους χρόνους, συνδέεται με την τάση που επικρατεί την περίοδο αυτή να ξεκαθαρίσουν οι συγχύσεις ή ακόμα και να επισημανθούν οι διαφορές ως προς το τυπικό του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες, Κωνσταντινούπολης και Ρώμης. Στο πλαίσιο της πολιτικής και της στρατιωτικής ανασυγκρότησης της βυζαντινής αυτοκρατορίας, στο οποίο εντάσσεται και η απελευθέρωση της Λακωνίας από τους Φράγκους στα μέσα του 13ου αιώνα, περιλαμβάνεται η αναζωογόνηση του ορθοδόξου δόγματος και η έκφραση μεστών δογματικών αληθειών μέσω της τέχνης.


Οι συλλειτουργούντες ιεράρχες (Άγιος Αθανάσιος, Ιωάννης Χρυσόστομος, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Μέγας Βασίλειος) αναγνωρίζονται σύμφωνα με τις επιγραφές τους και τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά τους. Οι Τρεις Ιεράρχες, συγγραφείς των καθιερωμένων θείων Λειτουργιών, και ο Μέγας Αθανάσιος πατριάρχης Αλεξανδρείας, σημαντικός υπερασπιστής του ορθοδόξου δόγματος, σχηματίζουν την πιο συνηθισμένη τετράδα συλλειτουργούντων ιεραρχών που εικονίζονται στην αψίδα του ιερού. Παρέκκλιση αποτελεί στην παράσταση η επιλογή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου να λειτουργεί ακριβώς δίπλα στην Αγία Τράπεζα με τον μελιζόμενο Χριστό, καθώς συνήθως τη θέση αυτή καταλαμβάνει ο Μέγας Βασίλειος και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Η ίδια όμως παρέκκλιση απαντά και σε πρωϊμότερα (του 13ου αι.) μνημεία της γειτονικής Μάνης. Στα ενεπίγραφα ειλητά των ιεραρχών διακρίνονται επιγραφές με τις Ευχές της θείας Λειτουργίας, του Β΄ και Γ΄ Αντιφώνου. Στο ειλητό του Αγίου Αθανασίου αναγράφεται: «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν σῶσον τὸν λαὸν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου...», όπως και στο ειλητό του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Στα ειλητά των νότιων ιεραρχών, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και του Μεγάλου Βασιλείου αναγράφεται: «Ὁ τὰς κοινὰς ταύτας καὶ συμφώνους ἡμῖν χαρισάμενος...». Η περίπτωση αυτή των επιγραφών είναι πολύ σπάνια και μοναδική στο είδος της καθώς τα ειλητά αναγράφουν σε επανάληψη την ίδια Ευχή, η οποία όμως είναι διαφορετική για την κάθε μία σειρά της παράστασης, ενώ συγχρόνως βρίσκονται μεταξύ τους και σε Ακολουθία σύμφωνα με την Τάξη του κειμένου της θείας Λειτουργίας. Το φαινόμενο της «Ίδιας Ευχής» δηλώνει πιθανόν μια ορισμένη στιγμή της θείας Λειτουργίας κατά την οποία οι βορεινοί ιεράρχες (Άγιος Αθανάσιος και Ιωάννης Χρυσόστομος) ψάλλουν την Ευχή του Β΄ Αντιφώνου και οι νότιοι (Γρηγόριος ο Θεολόγος και Μέγας Βασίλειος) την Ευχή του Γ΄ Αντιφώνου. Η εικονογραφία προδίδει μελετημένο σχεδιασμό και γνώση συγκεκριμένου προγράμματος και κανόνων ως προς την επιλογή του κειμένου των επιγραφών στο θέμα των συλλειτουργούντων ιεραρχών μπροστά από την Αγία Τράπεζα.


Στον κυρίως ναό, στο ανατολικό τυφλό αψίδωμα του νότιου τοίχου διακρίνονται τα λείψανα τριών ανδρικών μορφών σε μετωπική στάση, ενός αρχαγγέλου και δύο στρατιωτικών αγίων. Η μεσαία μορφή πιθανόν ταυτίζεται με τον άγιο Γεώργιο, στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός. Στο εσωράχιο του αψιδώματος σώζεται γυναικεία μορφή που κρατεί σταυρό μάρτυρα. Στο εσωράχιο του ανατολικού τυφλού αψιδώματος του βόρειου τοίχου σώζεται ο άγιος Νικόλαος.


Οι τοιχογραφίες του ναού αποδίδονται σε τοπικό καλλιτεχνικό εργαστήριο που έδρασε στην περιοχή της Επιδαύρου Λιμηράς στις αρχές του 15ου αιώνα. Οι τέσσερις ζωγράφοι του εργαστηρίου έχει διαπιστωθεί ότι διακόσμησαν μια ομάδα μνημείων της Επιδαύρου Λιμηράς, την Παναγία Χειμάτισσα, τον Άγιο Ανδρέα και τον Ταξιάρχη στην Κάτω Καστανιά, καθώς και τον Άγιο Γεώργιο στα Φούτια και στον κάβο Μαλέα. Μεγάλη εικονογραφική και τεχνοτροπική συγγένεια υπάρχει ανάμεσα στις τοιχογραφίες του Αγίου Γεωργίου Μολάων και της Παναγίας Χειμάτισσας, γι’ αυτό και αποδίδονται σε έναν κοινό ζωγράφο. Πρόκειται για υψηλής στάθμης και ποιότητα έργα που σχετίζονται με την τέχνη της πρωτεύουσας του Δεσποτάτου του Μορέως, του Μυστρά.


Ο ναός της Παναγίτσας βρίσκεται στην ιδιοκτησία Κοκολάκη δίπλα στο ρέμα του Λάρνακα. Είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου και πανηγυρίζει την 23η Αυγούστου στα Εννιάμερα της Παναγίας. Η πρώτη, γνωστή, γραπτή μνεία του γίνεται σε βενετικό έγγραφο του έτους 1700: «χορίον Μολάους εκκλησήα τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Ἁγίου Σπυρῆδονος ἕχουνε ἐληαῖς ρῆζες 18». Η επόμενη αναφορά στον ναό γίνεται σε αχρονολόγητο σημείωμα του κώδικα του μητροπολιτικού ναού του Ελκομένου Χριστού: «μονήδριον ἐνοριακόν ἐν τῷ χωρίῳ Μολάους, τιμώμενον ἐπ’ ὀνόματι τῆς κοιμήσεως της κυρίας Θεοτόκου». Στη στατιστική έκθεση που συνέταξε την 16η Οκτωβρίου 1828 πιθανόν ο τοποτηρητής της μητρόπολης Μονεμβασίας Γεράσιμος Παγώνης υπάρχει διεξοδική αναφορά: «Μονύδριον τῆς Θεοτόκου κείμενον πρὸς δυσμὰς τοῦ χωρίου Μολάων εἰςμίαν φάραγκαν. Δὲν ἔχει ἄλλο ἐκτὸς δύο στρέμμ. γῆς ποτιστικῆς καὶ ταύτην εἰς πεζούλια. Εὑρίσκονται εἰς αὐτὰ ἐλαῖαι ρίζες 8, ἀχλαδιὲς 4,ἀμυγδαλιὲς 6, συκαῖ, κλήματα ὀλίγα εἰς κρεβάτας καὶ ἕν μύλον χειμωνιάτικον ἐκεῖ πλησίον κρημνισμένον. Ταῦτα πάντα ἐξουσιάζοντο ἀπὸ ἕνα Ὀθωμανὸν μετὰ τὴν ἐπανάστασιν τῶν 70, μετὰ δὲ τὴν παροῦσαν διέγερσιν (επανάσταση 1821) οἱ Χριστιανοὶ τοῦ χωρίου τούτου τὰ ἐπρόσφεραν αὖθις εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου κατοικήσας ἕνας καλόγηρος ᾠκοδόμησε καὶ ἕν ὀσπίτιον. Ἀλλ’ ἐλθόντος τοῦ Ἰμπραχήμη (το έτος 1825) καὶ ἀναχωρήσαντος τοῦ καλογήρου, ἔμειναν αὖθις ὡς εθνικόν, οὗτινος αἱ πρόσοδοι ἐφέτος ἐδόθησαν διὰ γρόσ. τριάντα».


Ο ναός ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του ελεύθερου σταυρού, στη διασταύρωση του οποίου υψώνεται τρούλλος με χαμηλό οκταγωνικό τύμπανο και κωνική στέγη. Από το ανατολικό σκέλος του σταυρού εξέχει η ημικυκλική κόγχη του Ιερού, ενώ στο δυτικό προσάπτεται μεταγενέστερος νάρθηκας. Το μνημείο διακρίνεται για τις μικρές διαστάσεις του και την ορθογώνια κάτοψη. Στη βόρεια εξωτερική πλευρά σώζονται αυθεντικά, κεραμοπλαστικά στοιχεία της τοιχοποιίας που επιτρέπουν τη χρονολόγησή του στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα.


Ο ερειπωμένος ναός του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης κοντά στον λόφο του Παλιόπυργου σώζεται σε κατάσταση θεμελίωσης μέσα στην άγρια πυκνή βλάστηση και χρονολογείται στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους. Πρόκειται για μονόχωρο ναό με ημικυκλική αψίδα ανατολικά και νάρθηκα στα δυτικά. Ο νάρθηκας έχει επισκευαστεί σε μεταγενέστερη οικοδομική φάση και καλύπτεται με καμάρα, εγκάρσια τοποθετημένη προς τον κατά μήκος άξονα του ναού.


Στην πλατεία του οικισμού σώζονταν παλαιότερα τα ερείπια ναού που μάλλον ταυτίζεται με την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος, γνωστή από μια καταγραφή των ναών και των μοναστηριών της περιοχής Μονεμβασίας του έτους 1700.


Συνοψίζοντας, οι βυζαντινοί ναοί των Μολάων αποτελούν μαζί με τις οχυρώσεις του Παλαιόπυργου τα παλαιότερα κτηριακά κατάλοιπα του οικισμού των Μολάων. Η αραιή διάταξή τους στον χώρο φανερώνει πιθανόν την παλαιότερη οικιστική διάρθρωση του βυζαντινού οικισμού τουλάχιστον σε τέσσερις συνοικίες, όπως άλλωστε γινόταν μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα. Η κλίμακα των μνημείων συνδέεται με το μικρό μέγεθος του οικισμού, ενώ η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία τους δεν έχει να επιδείξει κάτι σπουδαίο. Εξαίρεση αποτελεί ο ελεύθερος, τρουλλαίος, σταυρικός ναός της Παναγίτσας που ξεχωρίζει για τον κεραμοπλαστικό διάκοσμο. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου συγκεντρώνει μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον λόγω των υψηλών θεολογικών νοημάτων που εκφράζονται στις τοιχογραφίες του. Ο διάκοσμός του φανερώνει την παρουσία εγγράμματων μελών – παραγγελιοδοτών, που προέρχονταν μάλλον από τον χώρο της εκκλησίας και διατηρούσαν στις αρχές του 15ου αιώνα επαφές με τα μεγάλα αστικά κέντρα της βυζαντινής επικράτειας, τον Μυστρά και την Κωνσταντινούπολη.

Το ρέμα των Μολάων.

Ο Παλαιόπυργος.

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου.

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου. Τοιχογραφία: Η Θεοτόκος βρεφοκρατούσα.

Ο ναός του ΑγίουΓεωργίου. Τοιχογραφία: Οι συλλειτουργούντες ιεράρχες.

Ο ναός του ΑγίουΓεωργίου. Τοιχογραφία: Ο Μελισμός και οι συλλειτουργούντες ιεράρχες.

Ο ναός του ΑγίουΓεωργίου. Τοιχογραφία: Στρατιωτικοί άγιοι και αρχάγγελος.

Ο ναός της Παναγίας.

Ο ναός της Παναγίας.
Μονή Ευαγγελίστριας – Αγίου Γεωργίου στον Γέρακα.


Το μοναστήρι της Ευαγγελίστριας – Αγίου Γεωργίου αποτελεί τον μοναδικό πνευματικό, μοναστικό φάρο στην περιοχή της Μονεμβασίας. Βρίσκεται στη θέση «Πύλα», βόρεια του οικισμού Γέρακα, επάνω σε βραχώδες ύψωμα και σε κοντινή απόσταση από τη θάλασσα. Ιδρύθηκε λίγα χρόνια μετά την επανάσταση του 1821 στα ερείπια του ναού του Αγίου Γεωργίου από τον αγιορείτη ιερομόναχο Κυριακό (κατά κόσμο Κωνσταντίνο) Στουρνάρη.


Ο Κ. Στουρνάρης μόναζε μέχρι την έναρξη της επανάστασης του 1821 στη μονή της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, ενώ παράλληλα διατηρούσε κελλί και στο ρώσικο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος. Το οικογενειακό του όνομα φανερώνει την καταγωγή του πιθανόν από τη νότια Πίνδο και συγκεκριμένα από τα Κούτζανα (σημερινά Στουρναρέϊκα) των Τρικάλων, όπου απαντούν στις αρχές του 19ου αιώνα οι αρματωλοί καπετάνιοι Γούσιος Στο(υ)ρνάρης και ο υιός του Νικόλαος. Ο τελευταίος, γνωστός και ως Στορνάρης, προσέφερε τις υπηρεσίες του στη διάρκεια του Αγώνα του ΄21 και λόγω του έντιμου χαρακτήρα του έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και αποδοχής, ιδίως στην ευρύτερη περιοχή της καταγωγής του, στον Ασπροπόταμο της Πίνδου. Συμμετείχε στη Συνέλευση του Μεσολογγίου, η οποία θέσπισε το 1822 τη Γερουσία της Δυτικής Ελλάδος, και την 17η Ιουνίου 1823 τιμήθηκε με το ανώτατο στρατιωτικό αξίωμα του στρατηγού. Με δική του εισήγηση προβιβάστηκαν το έτος 1825 στην ιεραρχία του στρατού συγγενικά του μέλη που συμμετείχαν στον Αγώνα: οι Γιάννος Νικολάου Στο(υ)ρνάρης, Στέργιος Στο(υ)ρνάρης, Γεώργιος Στορνάρης, Κώνστας Στορνάρης, Μήτρος Στορνάρης και Θανάσης Γεωργίου Στορνάρης. Την 11η Απριλίου 1826 θυσιάστηκε στην ηρωϊκή έξοδο του Μεσολογγίου. Από την οικογένεια αυτή κατάγεται πιθανόν και ο Κ. Ν. Στορνάρης, ο οποίος εξέδωσε το 1881 στην Αθήνα το γεωγραφικό έργο του Συνοπτικώτατα ὁδοιπορικὰ τῶν Νέων Ἑλληνικῶν Χωρῶν Θεσσαλίας καὶ Ἠπείρου. Γνωστός είναι και ο ευπατρίδης και μέγας ευεργέτης Νικόλαος Στουρνάρης (1806–1853) από το Μέτσοβο, γιος του Δημητρίου, «ἑνὸς τῶν σημαινόντων ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ», και της Σταματικής ή Στάμως, αδελφής των βαθύπλουτων Μιχαήλ και Κωνσταντίνου Τοσίτσα. Ο Νικόλαος είχε δύο μεγαλύτερα αδέλφια, τον Γεώργιο και τον Στέργιο, και τρεις αδελφές, την Ελένη, την Καλή και την Αγγελική, ενώ άφησε μια απόγονο που έζησε με την μητέρα της στην Αγγλία.


Η κάθοδος του αγιορείτη μοναχού Κ. Στουρνάρη στον Μοριά εντάσσεται στο πλαίσιο του κύματος φυγής μεγάλης μερίδας μοναχών από το Άγιον Όρος μετά την καταστροφική μάχη της Κασσάνδρας την 30η Οκτωβρίου 1821 και την εισβολή των Τούρκων στη χερσόνησο του Άθω.


Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ο ιερομόναχος αρχικά ασκήτευε σε μια απόκρημνη τοποθεσία με την ονομασία «Δρίζα» στο βουνό Μπαλογκέρι, απέναντι από το σημερινό μοναστήρι. Στη θέση αυτή υπάρχει αβαθές σπήλαιο και λαξευμένη κοιλότητα για τη συγκέντρωση της σταγονορροής του ασβεστολιθικού βράχου καθώς και ερειπωμένο κτίσμα με δύο διαμερίσματα. Η εγκατάστασή του στον παλαιό και ερειπωμένο ναό του Αγίου Γεωργίου, που αποτέλεσε τον πυρήνα του σημερινού μοναστηριού, έγινε μετά τη θαυματουργική εύρεση της εικόνας του αγίου Γεωργίου υπό την καθοδήγηση του αγίου φωτός.


Η πρώτη γνωστή μνεία για το μοναστήρι του Γέρακα γίνεται σε ιστορικά έγγραφα της καποδιστριακής περιόδου. Στη στατιστική έκθεση που συνέταξε την 16η Οκτωβρίου του έτους 1828 πιθανώς ο τοποτηρητής της μητρόπολης Μονεμβασίας Γεράσιμος Παγώνης καταχωρείται η ακόλουθη σημείωση: Ἕτερον μονύδριον εἰς τὸν Γέρακα σύνορον τοῦ Τοπαλτίου πρὸ ὀλίγων χρόνων ἀνεγερθέν. Ἐχει γιδοπρόβατα 700, γελάδια 20, κοφίνους μελισσῶν 30 ἀπὸ ἀφιερώματα τῶν πέριξ, ἡ ἐπαρχία ἐπροίκισε κατὰ τοὺς πα ρελθόντας χρόνους τοῦτο τὸ μοναστήριον τὰς μὴ ἐθνικὰς ἐλαίας καὶ χωράφια (Αἱ ἔλατοι αὖται βαίνονται σημειωμέναι εἰς τὴν περιοχὴν τοῦ Τοπαλτιοῦ, ὅσαι ἐθνικαὶ εἰς Γέρακα). Ἡγουμενεύει εἰς αὐτὸ ἕνας μοναχὸς καταγόμενος ἀπὸ τὴν Λαυραντζοῦ τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθωνος.


Στο έγγραφο που αποστέλλει ο προσωρινός διοικητής της Μονεμβασίας Ν. Καρόρης διαμέσου του γραμματέα Αναστάσιου Βόβου στον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια την 4η Νοεμβρίου 1829 σχετικά με τη λειτουργία των σχολείων στην περιοχή της Μονεμβασίας, τα οποία γινόταν προσπάθεια να συντηρηθούν από τους προσόδους των εγκαταλελειμμένων μοναστηριών αλλά και τις συνεισφορές των κατοίκων, γίνεται αναφορά στο μοναστήρι του Γέρακα: Ἡ χριστιανικὴ εὐλάβεια ἀνήγειρε, τέλος πάντων, καὶ ἐμόρφωσε καὶ ἕκτον μονύδριον εἰς τὸ ἀκρωτήριον Γέρακα κατὰ τοὺς παρελθόντας χρόνους τοῦ πολέμου διὰ τᾶς παρουσίας εἰς τοῦτο τὸ μέρος καὶ τῶν προσπαθειῶν Κωνσταντίνου τινὸς Κυριακοῦ, φέροντος τὸ σχῆμα μοναχικόν, ἀλλὰ μὴν ἔχοντος κανένα βαθμὸν ἱερωσύνης, καταφυγόντος ἐνταῦθα εἰς τὰς πολεμικὰς περιστάσεις τοῦ Ἄθωνος ἀπὸ τὸ κοινόβιον τῆς Λαύρας, ὅπου πρότερον διέτριβε. Ὁ ἄνθρωπος οὗτος, ἔχων καὶ ἱκανὴν παιδείαν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, καταλαβὼν ἐκκλησίδιόν τι παλαιὸν καὶ ἔρημον, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, κατὰ τὸ ἀκρωτήριον τοῦ Ἱέρακος, καὶ κηρύττων μετάνοιαν καὶ νηστείαν ἐν μέσῳ τῶν ἐμφυλίων ἀνωμαλιῶν καὶ τῶν ἐπιδρομῶν τοῦ Ἰμβραήμη, εἴλκυσε τὸ σέβας εἰς ἑαυτὸν καὶ κατένυξε τὰς ψυχὰς τῶν πέριξ κατοίκων, τόσον, ὥστε νὰ γίνωσι συνδρομαὶ σπουδαῖαι εἰς τὴν ἀνακαίνησιν τοῦτου τοῦ ἐκκλησιδίου καὶ εἰς τὴν ἀποκατάστασίν του εἰς μοναστήριον. Ἐκτὸς δὲ πολλῶν καὶ διαφόρων ἀφιερωμάτων, χρημάτων καὶ ἄλλων κινητῶν πραγμάτων, αἵτινες ἔγιναν μὲ παράδοξον ὁρμήν, ἐπροικίσθη τὸ μοναστήριον καὶ ἀπὸ κτήματα ἀκίνητα ἀφιερωμένα ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, ζωντανὰ καὶ λοιπά. Ἐξουσιάζει σήμερον ἐξ αὐτῶν τῶν ἀφιερωμάτων χωράφια στρεμμάτων περὶ τὰ 20, ἐλαίας 85, γίδια ἕως 700, γελάδια 20, μελίσσια 30. Ἔγιναν μέχρι τοῦδε καὶ οἰκοδομαὶ τινες εἰς τε τὴν ἐκκλησίαν καὶ οἰκήματα καὶ ἄλλα. Διαμένει δὲ ἐκεῖσε ὁ εἰρημένος μοναχός, πρὸς δὲ καὶ δύο γυναῖκες μονάζουσαι καὶ ἡ οἰκονομία τῶν κτημάτων τούτων διευθύνεται παρὰ τοῦ μοναχοῦ τούτου, φέροντος χαρακτῆρα ἡγουμένου, δι’ ὑπηρετῶν μισθωτῶν καὶ τρεφομένων ἀπὸ τὸ ἴδιον μοναστήριον. Εὐλαβείᾳ φερόμενοι οἱ πέριξ κάτοικοι ἀπὸ τῆς παρελθούσης ἀναρχίας ἀφιέρωσιν πρὸς τοῖς ἄλλοις καὶ ἐθνικὰ χωράφια, εὑρισκόμενα ἐκεῖ πλησίον, καὶ ἐλαίας ἐθνικάς, τῶν ὁποίων ἀμφοτέρων τὸ εισόδημα συνάζεται ἐφέτο διὰ τὸ Ἐθνικὸν Ταμεῖον.


Σύμφωνα με την έκθεση που συνέταξε την 31η Ιανουαρίου 1834 ο νομάρχης Λακωνίας Γ. Πραΐδης, ο Κυριακός Στουρνάρης μόναζε μαζί με δύο διακόνους και η μονή είχε στην κατοχή της κτήματα έκτασης έξι στρεμμάτων, 95 ρίζες ελαιόδεντρων, 12 αγελαία βόδια καθώς και 500 γιδοπρόβατα, που απέδιδαν ετήσιο εισόδημα 400 γρόσια. Η κατάσταση της οικοδομής του μονυδρίου καθώς και των κινητών σκευών του χαρακτηρίζεται μέτρια.


Μετά το διάταγμα της 26ης Απριλίου (νέο ημερ. 8 Μαΐου) του έτους 1834, που εξέδωσε η Αντιβασιλεία και αφορούσε στη διάλυση των περισσότερων μοναστηριακών ιδρυμάτων και στη μεταβίβαση των εισοδημάτων τους στο κράτος, σ’ ένα ειδικό ταμείο για τη χρηματοδότηση της παιδείας, η μονή του Αγίου Γεωργίου στο Γέρακα διατηρήθηκε ως ιδιωτικό μοναστήρι και συνέχισε να λειτουργεί υπό την αυστηρή εποπτεία των τοπικών διοικητικών αρχών. Σύμφωνα με το ανωτέρω διάταγμα, τα ιδιωτικά μοναστήρια διατηρούσαν την περιουσία που είχαν στην κατοχή τους με βάση αποδεδειγμένα δικαιώματα, ενώ για τα κτήματα που δεν είχαν αποδείξεις ότι ανήκουν στον κτήτορα ή τους απογόνους του, αλλά είχαν αφιερωθεί από άλλους στο μοναστήρι, ορίστηκε να παραλαμβάνονται στο εκκλησιαστικό ταμείο ως αφιερώματα. Επίσης, απαγορεύτηκε στο μέλλον οποιαδήποτε αφιέρωση κτημάτων ή περιουσιακών στοιχείων από τους πιστούς σε ιδιωτικά μοναστήρια, και ορίστηκε οι ιδιωτικές μονές να μην χρησιμεύουν πλέον για τη διαμονή μοναχών, αλλά ως ιδιαίτερα ευκτήρια και ησυχαστήρια μόνον του ιδιοκτήτη τους.


Μέσα στη δύσκολη αυτή περίσταση, ο Κ. Στουρνάρης συνέχισε τον ασκητικό βίο του, χωρίς να καμφθεί από τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις της ελληνικής πολιτείας, και δίχως να σαγηνευτεί από τις εκκλήσεις των μοναχών της αγιορείτικης μονής του Αγίου Παντελεήμονος για την επιστροφή του στην χερσόνησο του Άθω. Στην επιστολή που αποστέλλει την 10η Μαΐου 1835 ο ηγούμενος της ρωσικής μονής του Αγίου Παντελεήμονος, Γεράσιμος, και οι συνοδεύοντες αυτόν μοναχοί, διαπιστώνεται ότι ο Κυριακός είχε χάσει την επαφή του με την αθωνική πολιτεία. Οι αγιορείτες μοναχοί σημειώνουν ότι είχαν στείλει πολλές επιστολές χωρίς να λάβουν καμία απάντησή του• γι’ αυτό τον λόγο στέλνουν τώρα τον Ματθαίο, γνώριμο και αγαπητό του, ο οποίος μετά τη μοναχική κουρά είχε αποκτήσει το όνομα Μακάριος, προκειμένου να τον πληροφορήσουν για την κατάσταση που επικρατούσε στην μοναστική πολιτεία του Άθω. Επίσης, αναφέρονται με σεβασμό και εκτίμηση στο όνομά του, καθώς τον αποκαλούν ὁσιολογιώτατο Ἅγιο Διδάσκαλο, και του ζητούν να επιστρέψει στο κατοίκημά του, το οποίο φυλάσσεται για την ταπεινότητά του, αν και ζητήθηκε από πολλούς μοναχούς.


Στο πλαίσιο των περιορισμών και των απαγορεύσεων που έθετε το διάταγμα του 1834, το μοναστήρι απασχόλησε τις τοπικές διοικητικές αρχές σχετικά με μια υπόθεση πώλησης γιδοπροβάτων. Στην αναφορά που απέστειλε την 29η Οκτωβρίου 1840 ο δήμαρχος Κυφάντων Ιωάννης Γ. Δρίβας προς τον διοικητή της επαρχίας Λακεδαίμονος γίνεται λόγος για την αιτία και τον σκοπό της πώλησης των γιδοπροβάτων της μονής, καθώς και για τον ενάρετο βίο του Κ. Στουρνάρη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες των επισημότερων κατοίκων της περιοχής, τα έξοδα διατήρησης του κοπαδιού υπερέβαιναν τα έσοδα και γι’ αυτό τον λόγο ο ιερομόναχος έκρινε συμφέρουσα την πώλησή τους. Επιπλέον, από την πώληση αυτή σκόπευε να προβεί στην αγορά κτημάτων αλλά και να ανταποκριθεί στα έξοδα που είχε προς «ἀπάρτησιν τοῦ Ναοῦ». Στο επίμαχο ζήτημα της κτηματικής περιουσίας της μονής ο δήμαρχος Κυφάντων αναφέρει ότι ο ιερομόναχος διέθετε αποδεικτικά στοιχεία για την κυριότητα των κτημάτων, από τα οποία τα περισσότερα ήταν ιδιόκτητα και ελάχιστα αφιερώματα. Όσον αφορά στη διαγωγή του, επισημαίνει ότι δεν συμμετείχε στα πολιτικά πράγματα και ότι ήταν ιδιαίτερα λαοφιλής λόγω του ενάρετου βίου του αλλά και των ευεργεσιών του προς τους κατοίκους της περιοχής. Από το έτος 1834 είχε πραγματοποιήσει πολυέξοδες αλλά αναγκαίες οικοδομικές εργασίες στο μοναστήρι, χωρίς ωστόσο να κάνει καμία κατάχρηση.


Την περίοδο αυτή ο Κ. Στουρνάρης συνδεόταν με σημαίνοντα πρόσωπα της ευρύτερης περιοχής της Μονεμβασίας και διατηρούσε επαφές με την ανώτερη εκκλησιαστική τάξη του νεοσύστατου κράτους. Ο πρωτοσύγκελος της μητρόπολης Χριστιανουπόλεως Αμβρόσιος Φραντζής, στο τετράτομο έργο του Ἐπιτομὴ τῆς ἱστορίας τῆς ἀναγεννηθείσης Ἑλλάδος, που τυπώθηκε ανάμεσα στα έτη 1839 και 1841, περιλαμβάνει στον κατάλογο των συνδρομητών του τον Κ. Στουρνάρη μαζί με άλλα εξέχοντα πρόσωπα της Μονεμβασίας, τα οποία ήταν φιλικά προσκείμενα στην παλαιά προυχοντική τάξη του Μοριά και ιδίως στην οικογένεια του Π. Μαυρομιχάλη. Λίγα χρόνια αργότερα, ο ιδρυτής της μονής του Γέρακα δεν δίστασε, σύμφωνα με την παράδοση, να συναντηθεί με τον ιεροκήρυκα Χριστόφορο Παναγιωτόπουλο (Παπουλάκο), ο οποίος πραγματοποίησε τον Απρίλιο του έτους 1852 περιοδεία στην περιοχή της Μονεμβασίας υπό το άγρυπνο βλέμμα των τοπικών πολιτικών και εκκλησιαστικών αρχών, καθώς το κήρυγμά του ήταν συνυφασμένο με το αντιοθωνικό κίνημα της Εταιρείας των Φιλορθοδόξων.


Ο Κ. Στουρνάρης είχε υψηλού επιπέδου γνώσεις στην ελληνική γλώσσα, τη θεολογία, την ιατρική και τη βοτανολογία. Για την άσκηση του ποιμαντορικού και φιλανθρωπικού έργου του είχε στη διάθεσή του αξιόλογα εγχειρίδια, όπως η Κλίμαξ τοῦ Παραδείσου, ἤ λόγοι ἀσκητικοὶ του μοναχού Ιωάννη, τα Διαιτητικῆς παραγγέλματα, οἷς προτέτακται Ἱστορία Συνοπτικὴ περὶ ἀρχῆς καὶ προόδου τῆς ἰατρικῆς, συνερανισθέντα ὑπὸ τοῦ ἐν ἰατροῖς ἐξοχωτάτου Κωνσταντίνου Μιχαήλ, τοῦ ἐκ Καστορίας, ἐν Βενετίᾳ, παρὰ Πάνῳ Θεοδοσίου 1809, τα Ἀποφθεγμάτων ἀπανθίσματα ἁγίων πατέρων καὶ φιλοσόφων συλλεχθέντα παρὰ τοῦ ἐν Ἱεροδιδασκάλοις λογιωτάτου Κυρίου Παρθενίου τοῦ Κατζιούλη, Ἑνετίησι 1828 (τυπογραφείο Νικολάου Γλυκή) και το Ἐγκόλπιον τῶν ἰατρῶν ἤτοι πρακτικὴ ἰατρικὴ...τοῦ ἀρχιμανδρίτου Διονυσίου Πύρρου τοῦ Θετταλοῦ, τόμ. Α΄, ἐν Ναυπλίῳ 1831. Η μαρμάρινη αφιερωματική επιγραφή που είναι εντοιχισμένη στο αρχονταρίκι της μονής δείχνει την υψηλή πνευματική στάθμη του και τη μύησή του στον χριστιανικό μυστικισμό. Επιπλέον, η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του ναού, που αποτελεί πιθανόν δική του σύλληψη και εφαρμογή, φανερώνει τη βαθιά γνώση που είχε σε ζητήματα οικοδομικής και την ανώτερη θεολογική κατάρτισή του καθώς κατάφερε μέσω της τέχνης να εκφράσει μεστές δογματικές αλήθειες.


Μετά την κοίμηση του Κ. Στουρνάρη, πιθανόν το έτος 1853, οι μοναχοί που τον συνόδευαν συνέχισαν να διαβιώνουν στο μοναστήρι. Σε έγγραφο του έτους 1855 αναφέρονται συνολικά πέντε άτομα, τρεις άντρες και δύο γυναίκες: ο Άνθιμος Βλάχος από την Κρήτη, ετών 55, ο οποίος μόναζε από το έτος 1826, ο Χρήστος Τσαβαλάς από τον Γέρακα, 40 ετών, δόκιμος του Ανθίμου από το έτος 1835 με την ιδιότητα του γεωργού, ο καλούμενος Ρόντος από την Κρεμαστή, 28 ετών, μοναχός της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς από το έτος 1853 με την ιδιότητα του εργάτη, η Κυπριανή Λαζαρίτζα από τον Γέρακα, 65 ετών, μεγαλόσχημος από το έτος 1822, και η Ευαγγελίτζα Τσαβαλοπούλα από τον Γέρακα, 47 ετών, δόκιμη από το έτος 1832. Για τους δύο πρώτους μοναχούς επισημαίνεται ότι είχαν λάβει παιδεία από τον επίσκοπο Μονεμβασίας, ενώ για τις δύο μοναχές ότι ασχολούνταν με διάφορα οικιακά έργα.


Σε γραπτό σημείωμα της 7ης Απριλίου του έτους 1875 του επισκοπικού επιτρόπου του Ζάρακος προς τον μητροπολίτη Μονεμβασίας και Σπάρτης αναφέρεται ότι ο ιερομόναχος Πορφύριος μετέβη στη μονή του Γέρακα, όπου βρήκε τρεις μοναχούς εγκατεστημένους, και με τη συναίνεση των κατοίκων του Γέρακα και της Ρειχιάς ανέλαβε να βελτιώσει την περιουσία του μονυδρίου.


Στις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα διαβίωσαν κατά σειρά στο μοναστήρι οι ιερομόναχοι Αγάπιος Παναγιωτάκης (1913–1925), Παρθένιος Τσιριγωτάκης (1925–1938) και Διονύσιος Μηνόπετρος. Την περίοδο της γερμανικής κατοχής η μονή διοικήθηκε από τον π. Ευθύμιο Μοίρα, ο οποίος απεβίωσε την 10η Ιανουαρίου του έτους 1946. Στη διάρκεια του εμφύλιου σπαραγμού, το έτος 1943, δύο μοναχές, η Χριστονύμφη και η Βρυένη, που εγκαταβίωναν στο μοναστήρι βρήκαν άδικο, μαρτυρικό θάνατο. Το ίδιο έτος ήλθε από τη μονή Ζερμπίτσης η μοναχή Θέκλα, η οποία μετά την τρίχρονη συγκατάβίωσή της με τον με τον πατέρα Ευθύμιο, κράτησε το μοναστήρι ζωντανό έως το έτος 1979.


Στα τελευταία χρόνια το μοναστήρι του Γέρακα αποτέλεσε μετόχι της μονής Ζερμπίτσας, που βρίσκεται στην περιοχή της Λακεδαίμονος. Με το Προεδρικό Διάταγμα, όμως, της 9ης Μαΐου 1980 απέκτησε αυτονομία με την επωνυμία Ιερά Μονή Ευαγγελίστριας Ιέρακος. Σήμερα μονάζουν σε αυτό μοναχές.


Το σημερινό καθολικό έχει κτιστεί, όπως προαναφέρθηκε στα ερείπια του παλαιότερου ναού του Αγίου Γεωργίου. Ανήκει στον ιδιόμορφο αρχιτεκτονικό τύπο μονόχωρου, διώροφου, πεντάτρουλλου ναού με πλευρικές κόγχες (χορούς) και κρύπτη – παρεκκλήσιο στο εσωτερικό του κεντρικού τρούλλου. Ακολουθεί αγιορείτικα πρότυπα, τα οποία εφαρμόζονται σε μονόκλιτα τρουλλαία καθολικά μονυδρίων των μεταβυζαντινών χρόνων.


Ο ναός είναι τρισυπόστατος και η τριμερής διάρθρωσή του με τους δύο ορόφους και την κρύπτη–παρεκκλήσιο στον τρούλλο αποτελεί υπόμνηση του τριαδικού δόγματος. Ο πρώτος όροφος είναι αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο, ο δεύτερος στην Ευαγγελίστρια, ενώ η κρύπτη–παρεκκλήσιο στο ανώτερο, εσωτερικό τμήμα του κεντρικού τρούλλου στην Αγία Παρασκευή.


Ιδιαίτερα αισθητή είναι η παρουσία του Συμβόλου της Πίστεως στο εξωτερικό και στο εσωτερικό του ναού, το οποίο, πέραν του συμβολικού και διακοσμητικού χαρακτήρα του, συνήθως έχει αποτροπαϊκό χαρακτήρα, όταν τοποθετείται στα ανοίγματα ή στα εξωτερικά μέρη του ναού. Ιδιαίτερη προτίμηση διαπιστώνεται στον λατινικού τύπου σταυρό, που στηρίζεται συνήθως σε βαθμιδωτή βάση, η οποία πιστεύεται ότι συμβολίζει τον Γολγοθά ή ότι έχει σχέση με απεικονίσεις βωμού σε σασσανιδικά νομίσματα.


Το εσωτερικό του ναού διακοσμούν οι δεσποτικές εικόνες του ξύλινου τέμπλου και άλλες τέσσερις φορητές εικόνες που χρονολογούνται στον 19ο αιώνα, όπως η εικόνα του Ευαγγελισμού με τη χρονολογία 22 Μαρτίου 1868 (έργο του Ιωάννου Σπύρου), η εικόνα με την παράσταση του Χριστού, του Ιωσήφ και του αγίου Γεωργίου, έργο του ζωγράφου Κωνσταντίνου Τζαβαλλά, του έτους 1887, και η Παναγία Βρεφοκρατούσα στον εικονογραφικό τύπο «Ρόδον το Αμάραντον». Το τελευταίο εικονογραφικό θέμα είναι δημιούργημα της ύστερης μεταβυζαντινής ζωγραφικής και εμπνευσμένο από τον Κανόνα του Ιωσήφ του Υμνογράφου στον Ακάθιστο Ύμνο, που ανυμνεί τη θέση της Θεοτόκου στο έργο της θείας οικονομίας.


Στον περιβάλλοντα χώρο του μοναστηριού, σε μικρή απόσταση νοτιοανατολικά του καθολικού, βρίσκεται μικρό σπήλαιο, όπου σύμφωνα με την παράδοση ασκήτευε ο ιερομόναχος Κ. Στουρνάρης. Το σημερινό αρχονταρίκι αποτελεί το παλαιότερο κτίσμα της αρχικής πτέρυγας κελλιών, που αναπτύσσονται στη νότια πλευρά της μονής. Στη δυτική πλευρά βρίσκεται η είσοδος και στη βορειοδυτική πλευρά το παλαιό ελαιοτριβείο. Τα κελλιά στη βόρεια πλευρά και ο πύργος της εισόδου είναι προσθήκη των τελευταίων χρόνων.


Στο αρχονταρίκι, στη βόρεια εξωτερική πλευρά, είναι εντοιχισμένη μαρμάρινη ενεπίγραφη πλάκα, που αποδίδεται στον Κ. Στουρνάρη λόγω του υψηλού θεολογικού και φιλοσοφικού περιεχομένου της.


Στο άνω κεντρικό τμήμα της πλάκας τοποθετείται σκαλιστός σταυρός λατινικού τύπου κάτωθεν του οποίου διατάσσονται συμμετρικά τα κεφαλαιογράμματα σε δύο στίχους:

Θ. Κ. Α.

Ζ. Α. Θ.

Εκατέρωθεν του σταυρού βρίσκονται δύο συστοιχίες κεφαλαιογραμμάτων σε πυραμιδοειδή διάταξη. Η πρώτη συστοιχία έχει ως εξής:

Ν

Ε Α

Υ Α Η

Π Σ Π Τ



Στη δεύτερη συστοιχία γίνεται αναστροφή των γραμμάτων, ενώ η διάταξη παραμένει ίδια. Τα γράμματα που είναι επάνω τοποθετούνται κάτω, και τα γράμματα που είναι δεξιά τοποθετούνται αριστερά και αντιστρόφως.

Τ

Σ Π

Α Η Π

Ν Ε Α Υ


Στο μεσαίο τμήμα της μαρμάρινης πλάκας μικρογράμματη, έμμετρη, πεντάστιχη επιγραφή με επιμελημένη χάραξη φανερώνει τη θεολογική αντίληψη του Κ. Στουρνάρη:

Δέχνυσο οἶκον τὸν δ’ ἄχητες ἀνήθεκαν οἴκών

Παντοκράτορ φύσεως ἁπάσης παντάρχα Δομῆτορ,

ἵλαθι δακρυχέουσι ἐπ’ αἴσχεα Κοίρανε κόσμου,

λάμψον ὀϊζυροῖς μερόπεσι ἀστεροπὴν σὴν,

λάμψον Κράντορ πάντων ἐλθεῖν παντοθι χάρμα.


Σε μετάφραση η επιγραφή έχει ως εξής:

Δέξου αυτόν εδώ τον οίκο, πτωχοί τον αφιέρωσαν για να κατοικείς

Παντοκράτορα ολόκληρης της φύσης Κύριε πάντων Κτίστη,

ας είσαι ευμενής με αυτούς που δάκρυα χύνουν για αισχρά έργα Δεσπότη του κόσμου,

ακτινοβόλησε στους άθλιους ανθρώπους τη δική σου αστραπή,

φώτισε Βασιλέα όλους ώστε να έλθει παντού χαρά.



Στο κάτω τμήμα της μαρμάρινης πλάκας τοποθετούνται σε πυραμιδοειδή διάταξη τα κεφαλαιογράμματα:

Τ.

ΕΞ. ΦΚ.

ΕΙΛ. ΚΝ. ΘΜ.

ΠΚ. ΘΚ. ΕΑ. ΔΚ.

Από τη γραμματική και συντακτική ανάλυση της επιγραφής διαπιστώνεται η υψηλού επιπέδου γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας που είχε ο αφιερωτής. Εντυπωσιάζει η χρήση λόγιων λέξεων που προέρχονται κυρίως από την αρχαία ελληνική γραμματεία, όπως τα ομηρικά έπη και τις τραγωδίες, και σπάνια απαντούν στα ιερά κείμενα ή την υμνολογία της Εκκλησίας.





Οι νερόμυλοι των Ταλάντων.


Τα Τάλαντα βρίσκονται στην ενδοχώρα της Μονεμβασίας και είναι γνωστά για ένα εντυπωσιακό δίκτυο υδροκίνητων εγκαταστάσεων που συγκέντρωναν μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα την οικονομική δραστηριότητα της ευρύτερης περιοχής. Η πρώτη, γνωστή, γραπτή μνεία του οικισμού γίνεται στις αρχές του 17ου αιώνα, ενώ τα κτηριακά κατάλοιπα και οι ναοί δείχνουν την ύπαρξη αξιόλογης ανθρώπινης δραστηριότητας στον χώρο από τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, η ονομασία του χωριού οφείλεται στο γεγονός ότι οι κάτοικοι διέθεταν τάλαντα, δηλαδή χρήματα λόγω των ικανοποιητικών προσόδων που εξασφάλιζαν από την πλούσια γεωργική παραγωγή αλλά και από τη λειτουργία των υδρόμυλων.


Οι έντεκα νερόμυλοι που βρίσκονται κατά μήκος του ρέματος «του Μπαλή», βόρεια του οικισμού, αποτελούν την άλλοτε μεγαλύτερη, βιοτεχνική ζώνη της εγγύς περιφέρειας της Μονεμβασίας. Η λειτουργία τους διαπιστώνεται –σύμφωνα με βενετικά έγγραφα– τουλάχιστον από τις αρχές του 18ου. Οι δύο μεγάλες φυσικές πηγές ύδατος του οικισμού, η Μεγάλη και η Μικρή Βρύση, κινητοποιούσαν ολόκληρο το δίκτυο των υδροκίνητων εγκαταστάσεων. Στην πλειονότητά τους οι μύλοι ήταν εταιρικοί, με μέγιστο αριθμό πέντε μετόχους, και ελάχιστοι ανήκαν αποκλειστικά σε έναν ιδιοκτήτη, ο οποίος συνήθως ήταν οικονομικά ισχυρός. Τη λειτουργία τους αναλάμβαναν συνήθως οι ιδιοκτήτες, οι οποίοι γνώριζαν την τέχνη του μυλωνά και αμείβονταν σε χρήμα ή σε είδος (δημητριακά ή αλεύρι). Εκτός από το άλεσμα σιτηρών, εξυπηρετούσαν και στη λεύκανση των μάλλινων υφασμάτων. Η αλεστική δυνατότητα ενός μύλου έφτανε περίπου τις 20 οκάδες (ή 25 κιλά) αλεύρι ανά ώρα και 468 οκάδες (ή 600 κιλά) μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες. Το συνολικό ποσοτικό μέγεθος του ημερήσιου αλέσματος όλων των μύλων υπολογίζεται σε 5.148 οκάδες ή 6.600 κιλά. Τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες οι νερόμυλοι λειτουργούσαν όλο το εικοσιτετράωρο, ενώ από τον μήνα Μάιο και μέχρι τον Νοέμβριο, οπότε έπαυαν οι βροχές, γινόταν διακοπή της λειτουργίας τους από την Παρασκευή και ώρα 1:00 το βράδυ μέχρι την Κυριακή και ώρα 9:00 βραδινή, καθώς το νερό διοχετευόταν στα χωράφια για το πότισμα των καλλιεργειών.


Οι ονομασίες τους συνδέονται με τη γεωγραφική θέση, το μέγεθος της παραγωγικής δυνατότητας της εγκατάστασης καθώς και με το όνομα του ιδιοκτήτη. Ο πρώτος μύλος, που βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του ρέματος, καλείται Πάνω Μύλος και ακολουθούν κατά σειρά ο Μεσιανός Μύλος, ο Κάτω Μύλος, ο Κρεντηράς, ο Στεμνής, το Κο(υ)τσομυλάρι «μικρός μύλος», η Τρ(ο)ύπα, ο Κρανίδης, το Κο(υ)τσομύλαρο «μικρός μύλος», ο Σπανός και ο Κορωνιός.


Οι υδρόμυλοι των Ταλάντων ανήκουν στον πλέον διαδεδομένο αρχιτεκτονικό τύπο του μονόφθαλμου νερόμυλου με οριζόντιο τροχό, που επικράτησε στον ελληνικό χώρο. Στο ισόγειο κεραμοσκέπαστο κτίσμα, που αποτελείται συνήθως από δύο διαμερίσματα, γινόταν η συγκέντρωση των αλεσμάτων. Η στοιχειώδης επίπλωση και το τζάκι εξασφάλιζαν την άνετη διαμονή του μυλωνά. Σε κατώτερο επίπεδο διαμορφώνεται μικρών διαστάσεων υπόγειος θολοσκέπαστος χώρος, το σγουριό, που περιλαμβάνει τον μηχανολογικό εξοπλισμό. Η πρόσβαση στο σγουριό γίνεται από μια μικρών διαστάσεων κτιστή κλίμακα, την κλεβανή, που βρίσκεται στο εσωτερικό του μύλου. Τα βασικά μέρη των νερόμυλων, εκτός από το κτίσμα, είναι το μυλαύλακο, το βουτσί, το κωλοβούτσι, το σιφούνι, ο ποταμός, η χελιδόνα, το αδράχτι, η φτερωτή, οι μυλόπετρες ή λιθάρια, η κοφινίδα, το καμίνι, και το αλευροθώκι. Η λειτουργία τους είναι σχετικά απλή και στηρίζεται στη χρήση της δυναμικής ενέργειας του νερού, λόγω της υψομετρικής διαφοράς.


Το νερό των δύο πηγών του οικισμού διοχετεύεται στο μυλαύλακο μέσα στο οποίο τοποθετείται μια ξύλινη ή σιδερένια σχάρα, η παλουκαριά, για τη συγκράτηση διάφορων φερτών υλικών. Στη συνέχεια, οδηγείται από το μυλαύλακο στο πιο χαρακτηριστικό και εντυπωσιακό από πλευράς κατασκευής μέρος του νερόμυλου, το βουτσί. Πρόκειται για κατακόρυφο, λιθόκτιστο υδατόπυργο ύψους 12 έως και 14μ. που εσωτερικά έχει σχήμα αντεστραμμένου κόλουρου κώνου και εξασφαλίζει την πτώση του νερού από μεγάλο ύψος. Το βουτσί αποτελείται συνήθως από πελεκημένες πέτρες, τοποθετημένες η μια πάνω στην άλλη και στη μέση διάτρητες, ώστε να εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη ροή του νερού. Σε τακτά χρονικά διαστήματα οι πέτρες μετακινούνταν προκειμένου να καθαριστούν από τα άλατα και στη συνέχεια τοποθετούνταν στην αρχική τους θέση. Στο κάτω μέρος της κατασκευής αυτής, στο κωλοβούτσι, διαμορφώνεται οπή, το σιφούνι, που είναι ελεγχόμενη με έναν μηχανισμό, το βροχόνι, το οποίο στηρίζεται σε μια ξύλινη πλάκα, την παραμάνα, και αυξομειώνει την ποσότητα του νερού. Δίπλα στο σιφούνι υπάρχει κατακόρυφος ξύλινος άξονας, το αδράχτι, το οποίο στηρίζει τη μεταλλική φτερωτή. Το μεταλλικό σίδερο που στερεώνει τη φτερωτή επάνω στο αδράχτι λέγεται αλεπού. Η άνω απόληξη του αδραχτιού είναι διαμορφωμένη σε σχήμα Τ και συνδέεται σταθερά με ένα μεταλλικό έλασμα που λόγω του σχήματός του ονομάζεται χελιδόνα. Η χελιδόνα στηρίζει την επάνω μυλόπετρα. Το αδράχτι διαπερνά την κάτω μυλόπετρα, που είναι σταθερή, και το κενό που δημιουργείται ανάμεσα στον άξονα και στην οπή του λιθαριού καλύπτεται από ειδικό ξύλινο δακτύλιο, που λέγεται καρδιά. Με αυτό τον τρόπο, ο επάνω χώρος στεγανοποιείται, ο άξονας περιστρέφεται σταθερά και το αλεύρι δεν πέφτει στο σγουριό. Η κάτω απόληξή του αδραχτιού, το κεντρί, είναι αιχμηρή και στηρίζεται μέσα στην οπή μπίλιας, μεταλλικού σφαιριδίου που είναι στερεωμένο στην υποδοχή ενός ξύλινου δοκαριού, στον ποταμό. Το αδράχτι είναι συνδεδεμένο με ένα επίπεδο μικρό σανίδι ή μεταλλικό έλασμα, τη σταματήρα, που με κατάλληλο χειρισμό μπορεί να εκτρέψει τη ροή του νερού προς τη φτερωτή και άρα να σταματήσει τη λειτουργία του μύλου.


Το νερό αποθηκεύεται στο βουτσί για να δημιουργηθεί υδραυλική πίεση και στη συνέχεια περνά από το βροχόνι και εκτονώνεται στα πτερύγια της φτερωτής, η οποία με τη σειρά της διαμέσου του αδραχτιού δίνει περιστροφική κίνηση στην επάνω μυλόπετρα. Τα δύο λιθάρια και η ξύλινη κοφινίδα είναι τοποθετημένα σε κτιστή ημικυκλική και χοανοειδή κατασκευή που λόγω του σχήματός της καλείται καμίνι. Ο καρπός πέφτει από την κοφινίδα στην οπή που διατρυπά την επάνω μυλόπετρα, τη γούλη, και έτσι εισέρχεται ανάμεσα στα δύο λιθάρια, όπου και συνθλίβεται. Στο κάτω μέρος της κοφινίδας υπάρχει οπή που ανοίγει και κλείνει κατά βούληση με ένα μικρό συρόμενο ξύλινο στέλεχος, το πουρί, το οποίο ρυθμίζει την ποσότητα του διοχετευόμενου στα λιθάρια καρπού. Για την αυτόματη διοχέτευση του καρπού στα λιθάρια φροντίζει το βαρδάρι, ξύλινο εξάρτημα που ακουμπά στο πανωλίθι. Το τελευταίο είναι ξύλινος τροχός, προσαρμοσμένος στην επάνω μυλόπετρα γύρω από τη γούλη. Το βαρδάρι μεταφέρει διαμέσου ενός μεταλλικού ελάσματος, της σίτας, δόνηση στην κοφινίδα και προκαλεί την αυτόματη πτώση του καρπού. Στο καμίνι, μπροστά από τα λιθάρια, εφάπτεται κτιστός ορθογώνιος χώρος, το αλευροθώκι, όπου συγκεντρώνεται το αλεύρι. Ο σταυρός είναι ένα εξάρτημα, ξύλινη δοκός, με το οποίο γίνεται η ανύψωση ή το κατέβασμα της άνω μυλόπετρας, ώστε το άλεσμα να βγαίνει χοντρό ή ψιλό ανάλογα με τη χρήση που προορίζεται.


Στις μέρες μας, ένας από τους έντεκα μύλους του οικισμού έχει αποκατασταθεί και επαναλειτουργεί χάρη στις ενέργειες του Πολιτιστικού Συλλόγου Ταλάντων. Η πρόσβαση είναι εφικτή διαμέσου αμαξιτού δρόμου αλλά και λιθόστρωτου μονοπατιού που έχει αφετηρία στην πλατεία του χωριού. Ο μύλος λειτουργεί κάθε Κυριακή και σας περιμένει να αλέσετε το σιτάρι σας, να προμηθευτείτε το αλεύρι σας αλλά και να κάνετε μια μαγευτική αναδρομή στο ιστορικό παρελθόν, μέσα σε ένα καταπράσινο, υδροχαρές τοπίο.

Τάλαντα. Το ρέμα "του Μπαλή".

Πάνω Μύλος.

Κάτω Μύλος.

To "μυλαύλακο".

Κάτω Μύλος. Εσωτερική άποψη.

Κάτω Μύλος. To "καμίνι" και το "αλευροθώκι".

H "κλεβανή" που οδηγεί στο "σγουριό".

Το λιθόστρωτο μονοπάτι.
Οι ανεμόμυλοι του Ζάρακος.


Στον ανεμόδαρτο και άνυδρο Ζάρακα οι ανεμόμυλοι αποτελούσαν στους νεώτερους χρόνους (δεύτερο μισό 19ου – μέσα 20ού αι.) τη βασική παραδοσιακή βιοτεχνική εγκατάσταση για το άλεσμα των σιτηρών. Η κατασκευή τους συνδέεται άρρηκτα με την οικιστική εξέλιξη της περιοχής στο δεύτερο μισό του 19ου αι. καθώς και την εντατικοποίηση της γεωργικής παραγωγής την περίοδο αυτή.


Οι ανεμοκίνητες μονάδες του Ζάρακος βρίσκονται στην κτηματική περιφέρεια τεσσάρων οικισμών και φθάνουν τον συνολικό αριθμό των έντεκα μύλων• νοτιοανατολικά του Λιμένος του Γέρακα, στη θέση «Βορόσκοπος», σώζεται ένας μύλος (ιδιοκτησίας Κ. Κρητικού), ενώ βόρεια του Γέρακα, στη θέση «Ζαβάρι», τρεις μύλοι. Στη Ρειχιά σώζονται συνολικά πέντε μύλοι, που βρίσκονται στις θέσεις «Κουλοχέρα» (ένας μύλος ιδιοκτησίας της οικογένειας Σταυρόπουλου), «Πουρναράκι» (δύο μύλοι ιδιοκτησίας αντίστοιχα των Γ. Λάγγη και Εμμ. Κουλούρη), «Πούλος» και «Μονοδέντρι». Στην κτηματική περιφέρεια του Χάρακα στέκουν δύο ανεμόμυλοι στις θέσεις «Ντάρδιζα» και «Λακκώματα». Τα κτίσματα αυτά ήταν ιδιόκτητα και λειτουργούσαν με τη φροντίδα ενός μυλωνά, που συνήθως ήταν κάποιος από τους ιδιοκτήτες.


Σε δύο χωριά της περιοχής του Ζάρακος, στην Κρεμαστή και στο Κυπαρίσσι, δεν κτίστηκαν ανεμόμυλοι λόγω της ύπαρξης πλούσιων φυσικών πηγών, που επέτρεψαν τη λειτουργία υδρόμυλων. Στην Κρεμαστή υπήρχαν δύο νερόμυλοι και στο Κυπαρίσσι έξι.


Οι ανεμόμυλοι του Ζάρακος κατατάσσονται στην κατηγορία του παραδοσιακού πέτρινου πυργοειδούς κτίσματος με κυλινδρική κάτοψη και ξύλινη κωνική στέγη που έφερε φτερωτή. Στη νοτιοανατολική υπήνεμη πλευρά διαμορφώνεται συνήθως η θύρα εισόδου και ψηλότερα ορθογώνιο παράθυρο. Το ύψος των κτισμάτων φτάνει περίπου τα 10μ. Στο εσωτερικό τους χωρίζονταν σε δύο ή τρία επίπεδα, το κατώι, το πατάρι και το ανώι. Η πρόσβαση στην ανωδομή γινόταν μέσω κτιστής κλίμακας που στηρίζεται σε ημικυκλικό τόξο. Το ισόγειο χρησίμευε για τη διαμονή του μυλωνά και τις συναλλαγές με τους κατοίκους, και το μεσοπάτωμα ως αποθηκευτικός χώρος. Η πρόσβαση στο τρίτο επίπεδο γινόταν με ξύλινη σκάλα, όπου υπήρχε ο μηχανισμός για το άλεσμα του σιταριού. Εξωτερικά και περιμετρικά του κτίσματος διαμορφώνεται συνήθως λιθόστρωτο.


Ο ξύλινος κινητός μηχανισμός περιελάμβανε οριζόντιο άξονα που συνδεόταν με τη φτερωτή και μετέφερε την κίνηση σε έναν κατακόρυφο άξονα με τη βοήθεια ξύλινου οδοντωτού τροχού, της ρόδας. Η φτερωτή αποτελείτο από αντένες με πανιά και ήταν περιστρεφόμενη για να προσαρμόζεται ανάλογα με τη φορά του ανέμου. Η ρόδα συνδεόταν με ξύλινο οδοντωτό κύλινδρο, το φανάρι, και μετέφερε την κίνηση στην επάνω μυλόπετρα. Η ταχύτητα της περιστροφής εξαρτάτο από την επιφάνεια των πανιών. Το φρενάρισμα γινόταν με τη βοήθεια ενός χοντρού σχοινιού, που ήταν δεμένο στέρεα γύρω από τον άξονα. Σε ένα ξύλινο χωνί, την κοφινάδα, τοποθετούνταν τα σιτηρά, τα οποία κατέληγαν μέσω μιας σέσουλας στη μυλόπετρα. Τα αλέσματα συγκεντρωνόταν σε τσουβάλια ή στην αλευροκασέλα.

Ανεμόμυλος στο "Ζαβάρι".

Ανεμόμυλος στο "Ζαβάρι".

Εσωτερική κλίμακα ανεμόμυλου.

Ανεμόμυλος στον "Πούλο".

Ανεμόμυλοι στο "Μονοδέντρι".

Η Βρύση της Κρεμαστής

Η Βρύση της Κρεμαστής.


Στην ορεινή και «πολύκρουνη» Κρεμαστή στην περιοχή του Ζάρακος, στους πρόποδες της Ράχης του Αη-Λιά, δεσπόζει λιθόκτιστη, τετράκρουνη βρύση με μοναδική ιστορική, αρχαιολογική και περιβαλλοντική αξία. Η μνημειακή όψη της κοσμείται με τέσσερα τοξωτά κογχάρια, κρουνούς, λοξότμητο γείσο, αέτωμα και λίθινη ενεπίγραφη πλάκα με τη χρονολογία 1722.


Η σημερινή της μορφή είναι αποτέλεσμα εργασιών που έγιναν σε μια δεύτερη οικοδομική φάση, πιθανόν στο τέλος του 19ου ή στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, καθώς εμφανίζει μεγάλη ομοιότητα ως προς την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία και τα κατασκευαστικά στοιχεία με άλλες δύο βρύσες του χωριού που κτίστηκαν την περίοδο αυτή• τη βρύση στο Καρνέσι, που κατασκευάστηκε το έτος 1899 με τη χορηγία μεταναστών της Αμερικής, και την Κρυόβρυση που κτίστηκε την 6η Ιουνίου 1931 στη μνήμη της Ελένης Τεριζή από τους γονείς της Κωνταντίνο και Μαρία.


Η εγχάρακτη, μεγαλογράμματη επιγραφή του έτους 1722 τοποθετείται σε λίθινη ορθογώνια πλάκα, που πλαισιώνεται από έξεργο κυμάτιο και κοσμείται με ανάγλυφο ισοσκελή σταυρό στην κορυφή και εγχάρακτο σταυρό στο άνω δεξιό τμήμα του πλαισίου. Εντυπωσιακή είναι η ανάγλυφη, εραλδική μορφή πτηνού, μάλλον περιστεριού (συμβόλου της ελευθερίας), που τοποθετείται στο κάτω τμήμα της πλάκας• στην κεφαλή του φέρει στέμμα με ακτίνες και επάνω στο σώμα του τρία διακοσμητικά τοξύλλια. Πρόκειται πιθανόν για το οικόσημο του αφιερωτή. Το κείμενο της επιγραφής διατάσσεται σε δέκα στίχους και φανερώνει την παλαιότητα της βρύσης, ενώ συνάμα παρέχει σημαντικά στοιχεία για την ανθρωπογεωγραφία της περιοχής της Μονεμβασίας στους χρόνους της δεύτερης τουρκοκρατίας (1715–1821):


Ανιγέρθη εκ βάθρον

γις υ βρύση εν τοποθε-

σια Κρεμαστη δυα κωπου

κε εξοδω του εντιμοτατου

κυριου κυριου Μιχαλακι Τζαν-

μπλακου ποτε Σταθακου

δια ψυχικήν σωτηρηαν

ἐν ετη α ψ κ β 1722

εμηνι Μαιου – 31

του εκ Μονεμβασιας Ματζάκο(υ)


Η επιγραφή δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το έτος 1909 από τον καθηγητή φιλολογίας Κωνσταντίνου Ζησίου στο έργο του Ἐπιγραφαὶ χριστιανικῶν χρόνων τῆς Ἑλλάδος. Επίσης, αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης από τον ακαδημαϊκό Σωκράτη Κουγέα, στο περισπούδαστο άρθρο του Ὁ μητροπολίτης Μονεμβασίας καὶ Καλαμάτας Ἰγνάτιος ὁ Τζαμπλάκος (Ἐξαμπλάκων 1776-1802) καὶ τινὰ περὶ αὐτῶν ἔγγραφα, το οποίο δημοσιεύθηκε στον δεύτερο τόμο του επιστημονικού περιοδικού Πελοποννησιακά το έτος 1957.


Σύμφωνα με την επιγραφή η βρύση κατασκευάστηκε την 31η Μαΐου του έτους 1722 με δαπάνες του ευγενικής καταγωγής Μιχαλάκη Τζαμπλάκου, υιού του αποβιώσαντος Σταθάκη, για την ψυχική σωτηρία του. Στο τέλος αναγράφεται ο Ματζάκος από τη Μονεμβασία, ο οποίος ταυτίζεται πιθανόν με τον λιθοξόο που έκτισε τη βρύση. Το κείμενο έχει γραμματικά λάθη που φανερώνουν το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο του τεχνίτη αλλά και του παραγγελιοδότη.


Το οικογενειακό όνομα Εξαμπλάκων, Τζαμπλάκων και Τζαμπλάκος φέρουν από τα μέσα του 13ου αιώνα βυζαντινοί αξιωματούχοι και γαιοκτήμονες στη Μακεδονία, οι οποίοι διατηρούσαν στενές επαφές με τους Σλάβους. Τον Ιούνιο του 1455 απαντά ο Ιωάννης Τζαμπλάκων, ανηψιός του δεσπότη Θωμά Παλαιολόγου, ως πρέσβης του Μοριά στη Φλωρεντία. Αυτός πρέπει να ήταν γιος του Τζαμπλάκωνα για τον οποίο ο ιστορικός Γεώργιος Φραντζής αναφέρει πως ήταν θείος της γυναίκας του Θωμά. Στη διάρκεια της εμφύλιας διαμάχης των Παλαιολόγων, ο δεσπότης Θωμάς κινήθηκε εναντίον των κτήσεων του αδελφού του Δημητρίου και πολιόρκησε το έτος 1459 την Καλαμάτα και τη Μαντίνεια με τη βοήθεια του πρωτοστάτορα Νικολάου Σεβαστόπουλου και του Κυδωνίδη ή Τζαμπλάκωνα. Από βενετικό έγγραφο του έτους 1488 πληροφορούμαστε για τον Micho Zamblaco, ο οποίος είχε γιο τον Αντώνη και πιθανή καταγωγή από τον Μοριά• είχε υπηρετήσει ως stratioti τους Βενετούς και μετά τον θάνατό του, ο γιος του λαμβάνει αποζημίωση από τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία.


Το οικογενειακό όνομα απαντά στη Μονεμβασία από τις αρχές του 18ου αιώνα. Σε βενετική απογραφή του έτους 1700 σχετικά με τις ιδιοκτησίες στο κάστρο της Μονεμβασίας απαντά ο Σταθάκης Τζαμπάλκος. Στο υπόμνημα που υποβάλλουν την 20η Ιουλίου 1715 οι Mονεμβασιώτες προς τις βενετικές αρχές της πόλης για να εκφράσουν την ανησυχία τους απέναντι στην τουρκική απειλή, υπογράφει ο Σταμάτοις Τζανμπλάκως. Για τα δύο αυτά μέλη της οικογένειας Τζαμπλάκου δεν διαθέτουμε περισσότερα στοιχεία σχετικά με τον βαθμό συγγενείας τους. Επίσης, παραμένει άγνωστο εάν κατάφεραν να επιβιώσουν μετά την παράδοση της Μονεμβασίας στους Τούρκους την 10η Σεπτεμβρίου 1715, οπότε οι περισσότεροι αυτόχθονες κάτοικοι, που είχαν σταθεί στο πλευρό των Βενετών, οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία ή την αγχόνη.


Την περίοδο της δεύτερης τουρκοκρατίας στον Μοριά (1715–1821) μέλη της οικογένειας διαβιώνουν στη Μονεμβασία και στην Κρεμαστή. Το έτος 1722 ο Σταθάκης Τζαμπλάκος έχει αποβιώσει και ο γιός του Μιχαλάκης αναλαμβάνει την ανέγερση της βρύσης στην Κρεμαστή. Ο τελευταίος φαίνεται ότι κατόρθωσε να γλυτώσει από την αιχμαλωσία και τον θάνατο, προφανώς επειδή είχε εγκαταλείψει την 23η Ιουλίου 1715 τη Μονεμβασία μαζί με την πλειονότητα των κατοίκων (500 Μονεμβασιώτες) σε ένδειξη αφοσίωσης προς το οθωμανικό κράτος.


Το έτος 1763 ο εκκλησιαστικός επίτροπος του μητροπολιτικού ναού του Ελκομένου Χριστού της Μονεμβασίας Στεφανής Καλογεράς δανείζει από το ταμείο της εκκλησίας τον κυρ Σταθάκην Τζαμπλάκον 70 γρόσια. Ο τελευταίος ήταν πιθανώς γιος του Μιχαλάκη, του δωρητή της βρύσης στην Κρεμαστή, και εγγονός του ποτε Σταθάκη. Από άλλα γραπτά σημειώματα του κώδικα του Ελκομένου Χριστού της Μονεμβασίας διαπιστώνεται ότι ο Σταθάκης Τζαμπλάκος είχε αποβιώσει μέχρι το έτος 1790. Επίσης, σύμφωνα με έγγραφα που προέρχονται από το αρχείο της οικογένειας Μπενάκη, προκύπτει ότι ήταν αδελφός του μετέπειτα μητροπολίτη Μονεμβασίας Ιγνατίου Τζαμπλάκου (1776–1802) και ότι είχε δύο παιδιά, τον Μιχαλάκη, ο οποίος είχε παντρευτεί τη θυγατέρα του άρχοντα της Καλαμάτας Παναγιώτη Μπενάκη, ονόματι Πετζεχρούλα, και τη Σμαράγδω, η οποία ήταν σύζυγος του Μονεμβασιώτη κυρ Γιαννιού Μακρυγιώργη. Από τα παραπάνω προκύπτει το γενεαλογικό δέντρο της μονεμβασιώτικης οικογένειας Τζαμπλάκου, το οποίο περιλαμβάνει τρεις γενιές με τη γνωστή φερωνυμία εγγόνου πάππου προς πάππου.


Όσον αφορά στο έτυμον του ονόματος Εξαμπλάκων και Τζαμπλάκων έχει θεωρηθεί ότι είναι αρχαϊκότερος τύπος του Τζαμπλάκος και Τσαμπλάκος που προέρχεται ίσως από την τουρκική λέξη şaplak «το ηχηρό ράπισμα» με τροπή του ş σε τζ ή τσ στα ελληνικά. Της ίδιας ετυμολογικής αρχής είναι η αλβανική λέξη şupl΄akë «παλάμη, χούφτα, χαστούκι», η αρομουνική λέξη şupleacă «παλάμη, χαστούκι» και η λέξη σαπλάκα «ράπισμα//μύτη πλακουτσερή» της ποντιακής διαλέκτου.


Το οικογενειακό όνομα Ματζάκος, που φέρει ο χαράκτης της επιγραφής, πιθανόν αποτελεί άλλον τύπο του ονόματος Μάντζης (Μιχάλης Μαντζης), το οποίο απαντά στο υπόμνημα που υποβάλλουν την 20η Ιουλίου 1715 οι Μονεμβασιώτες προς τις βενετικές αρχές της πόλης. Σε κάθε περίπτωση ο χαράκτης είναι υπερήφανος για την καταγωγή του και μάλλον γνωστός για την τέχνη του στον κοινωνικό του περίγυρο. Το όνομα Μά(ν)τζης και Μα(ν)τζάκος προέρχεται ίσως από το ιταλικό manzo «ταύρος» και αυτό από το λατινικό mandius «το πουλάρι//το βόδι».


Η ανέγερση της βρύσης το έτος 1722 στην Κρεμαστή, δηλαδή επτά χρόνια μετά την ολοκλήρωση της τουρκικής κατάκτησης στον Μοριά, εντάσσεται στο πλαίσιο της άμβλυνσης των αυστηρών περιορισμών που είχαν θέσει οι τουρκικές αρχές σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής της Μονεμβασίας. Ενδεικτικό της καταπίεσης που υφίστατο στις αρχές της δεύτερης τουρκοκρατίας ο χριστιανικός πληθυσμός είναι το γεγονός ότι μόλις το έτος 1725 οι Τούρκοι επέτρεψαν την επαναλειτουργία του μητροπολιτικού ναού του Ελκομένου Χριστού στη Μονεμβασία. Τρία χρόνια νωρίτερα, ο μονεμβασιώτης Μιχαλάκης Τζαμπλάκος, απαλλαγμένος από τον φόβο του εξαναγκασμού και της καταπίεσης, αναλαμβάνει με υπερηφάνεια να κτίσει τη μνημειακή βρύση στην Κρεμαστή, δείγμα της προσωπικής ευμάρειας και της θρησκευτικής του ευλάβειας. Η ημερομηνία ανέγερσης της βρύσης, 31 Μαΐου, εάν δεν είναι τυχαία, συνιστά μακρινή υπόμνηση της αποφράδας ημέρας (29/30 Μαΐου του έτους 1460) της πτώσης του Μυστρά στους Οθωμανούς, η οποία άλλαξε τον ρου της ιστορίας του Μοριά.


Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, η βρύση, μετά την τυχαία ανακάλυψή της από κάποιον βοσκό της περιοχής, αποτέλεσε βασικό παράγοντα για την ίδρυση του οικισμού: «κάποιος τσοπάνης έφερε τα γίδια του εκεί που’ ναι η βρύση πάνου στη ράχη, εκείθε καταπάνου. Κει πού’ ναι η βρύση ήτανε ούλο βάτα και ρουμάνι και μια μέρα έστειλε με το μπουλούκι το παιδί του. Και απέ φεύγει το τραΐ και πάει χάμου στα βάτα και έτρωγε. Καμμιά φορά βγαίνει το τραΐ φουσκωμένο και τα γένεια του στάζαν νερό. Το βράδυ πάει το παιδί στον πατέρα του και του λέει το και το. Την άλλη μέρα ο πατέρας με το παιδί πηγαίνουν μαζί τα γίδια και βλέπουνε το τραΐ να πηγαίνει μέσα στα βάτα και να πίνει νερό. Από τότες τό’ πανε και στους άλλους τσοπάνηδες και προχωρήσανε τότες στην Κρεμαστή και ρίξανε τα θεμέλια».


Το ζωτικό στοιχείο του νερού έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση του οικισμού από ποιμένες της περιοχής. Η Κρεμαστή απαντά στις ιστορικές πηγές από τα μέσα του 15ου αιώνα και στα τέλη του 17ου αιώνα εμφανίζει αξιόλογη πληθυσμιακή συγκέντρωση. Στους νεώτερους χρόνους το νερό της βρύσης δεν χρησίμευε μόνο για την ύδρευση του οικισμού αλλά και για το πότισμα των γιδοπροβάτων, καθώς και για την άρδευση των κήπων και την κίνηση των δύο υδρομύλων στην κάτω μεριά του χωριού.


Η βρύση αποτελούσε μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα σημείο αναφοράς της κοινωνικής ζωής του χωριού καθώς ήταν τόπος συγκέντρωσης ή συνάντησης των κατοίκων που προσέρχονταν να πάρουν νερό. Οι γυναίκες του χωριού είχαν μοναδικό προορισμό τη βρύση κατά τον απογευματινό περίπατο, όπως μαρτυρά και το ακόλουθο τραγούδι:

Ανάθεμά σε Κρεμαστή

οπού σε μέσ’ το ρέμα

και πάνε τα κορίτσια για νερό

και γυρίζουν φιλημένα.



Η Βρύση του 1722.

Η βρύση "Καρνέσι".

To "Κεφαλόβρυσο".

Η Βρύση.

Η επιγραφή.


Η Βρύση.


Κυριακή, Ιουνίου 20, 2010






ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΠΛΥΤΡΑ - ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΠΟΥ

Στο πλαίσιο εκπαιδευτικής εκδρομής του σχολείου μας στην αρχαία πόλη του Ασωπού, στη σημερινή Πλύτρα, οι εκπαιδευόμενοι είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν από κοντά έναν σημαντικό αρχαιολογικό χώρο που αποτελεί αναπόσπαστη ψηφίδα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Η επίσκεψη δεν είχε μοναδικό σκοπό τη μετάδοση ή την εμπέδωση πληροφοριών σχετικά με την ιστορία της αρχαίας πόλης αλλά και τη μύηση των εκπαιδευομένων στον τρόπο προσέγγισης και έρευνας των μνημείων του πολιτισμού μας, ώστε πέραν της γνώσης να συνειδητοποιήσουν την αξία και τη σημασία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς στην κοινωνική και εθνική μας συγκρότηση.

Τετάρτη, Ιουνίου 16, 2010